LOGO2

Την άνοιξη του 1942, ο Χανς Βέντε τοποθετήθηκε στη θέση του «ειδικού εντεταλμένου για τη δράση των συμμοριτών στην Ελλάδα». Αποστολή του ήταν να συλλέγει στοιχεία για τις κινήσεις του εχθρού και να συντάσσει για λογαριασμό της Βέρμαχτ λεπτομερείς εκθέσεις, που παρείχαν πληροφορίες για τη στρατιωτική θέση και το έμψυχο δυναμικό της κάθε ομάδας, τον οπλισμό, την τροφοδοσία και τις προγραμματισμένες επιχειρήσεις των μαχητών της Εθνικής Αντίστασης (του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ), στους οποίους οι Γερμανοί κατακτητές απέδιδαν την υποτιμητική ονομασία «συμμορίτες». Προκειμένου να αποσπάσει πληροφορίες για τις αντιστασιακές δράσεις, ο Χανς Βέντε συμμετείχε και ως διερμηνέας σε ανακρίσεις αιχμαλώτων. Οι εκτενείς αναφορές του χρησίμευσαν τόσο στη Βέρμαχτ όσο και στις οργανώσεις των Ες Ες, όχι μόνο, για να πραγματοποιήσουν στοχευμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στις αντιστασιακές ομάδες, αλλά και για να σβήσουν από τον χάρτη κωμοπόλεις και χωριά που διατηρούσαν τάχα επαφές με τους αντάρτες και να αφανίσουν τον άμαχο πληθυσμό, παρουσιάζοντας τις θηριωδίες τους ως «μέτρα εξιλασμού» για τον θάνατο Γερμανών στρατιωτών από τους αντάρτες. Στη συνέχεια, παραθέτουμε ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για τον αντιστασιακό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στις δυνάμεις κατοχής.

✎ Έρευνα: Αγγελική-Μαρία Καραγιάννη, Αλεξάνδρα Ευθυμίου, Ηλέκτρα Μαυρίδη

Αντίσταση

Η Αντίσταση στην Ελλάδα υπήρξε μαζική και ιδιαίτερα δραστήρια. Με απόσταση, η σημαντικότερη από τις πολλές αντιστασιακές οργανώσεις ήταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), το οποίο ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, έπειτα από διαπραγματεύσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) με τρία μικρότερα αριστερά κόμματα. 

Bildquelle: Denkmal für die WiderstandskäpferInnen der ELAS in Galatsi/ Athen, https://commons.wikimedia↵.org/wiki/File:ELAS_monument_Galatsi.jpg

Το ΕΑΜ εξελίχθηκε σύντομα στον μαζικότερο αντιστασιακό φορέα στην κατεχόμενη χώρα, και σε ισχυρή πολιτική δύναμη, κυρίως λόγω των ριζοσπαστικών στόχων που έθετε το καταστατικό του: απελευθέρωση της χώρας από την ξένη κατοχή και κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση και διενέργεια ελεύθερων εκλογών και δημοψηφίσματος, ώστε να αποφασίσει ο ελληνικός λαός τη μορφή του πολιτεύματος. Τον Φεβρουάριο του 1942, συγκροτήθηκε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), ο αντάρτικος στρατός του ΕΑΜ με στόχο την έναρξη ανταρτοπολέμου εναντίον των κατοχικών στρατευμάτων και των συνεργατών τους. Το καλοκαίρι του 1943 ο ΕΛΑΣ απέκτησε μεγάλη σημασία για τις συμμαχικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού που συνόδευσαν την απόβαση στη Σικελία, ως η μόνη δύναμη που μπορούσε να πλήξει την κεντρική σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί αναφέρονταν στον ΕΛΑΣ ως „κομμουνιστικές συμμορίες“, ωστόσο αναγνώριζαν πως αποτελούσε την πιο υπολογίσιμη αντικατοχική δύναμη στην χώρα.

Φωτό: Αντάρτες του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) https://commons.wikimedia↵.org/wiki/File:Borci_na_ELAS.jpg 

Η δεύτερη σημαντικότερη οργάνωση ήταν ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) ο οποίος συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941, από τον απότακτο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού, Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών που συγκρότησε ο Ζέρβας στην Ήπειρο και τη Δυτική Ελλάδα ως ένοπλο τμήμα της οργάνωσης είχαν μεγάλη υλική και πολιτική υποστήριξη από τους Βρετανούς. Σε σφοδρή αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Αντίσταση στην Ελλάδα δεν αναδείχθηκε σε „ιδρυτικό μύθο“ της εθνικής ταυτότητας. Εξαιτίας της σφοδρής εμφύλιας αντιπαράθεσης που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και διατηρήθηκε ως πολιτικό καθεστώς τουλάχιστον ως το 1974, η Αριστερά βρέθηκε σε διωγμό με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της αντιστασιακής δράσης να παραμείνει στο σκοτάδι για δεκαετίες, μέχρι την αναγνώριση του ΕΑΜ ως αντιστασιακής οργάνωσης μόλις τη δεκαετία του ’80. 

Bildquelle: Event and exhibition at the Foreign Ministry marking the 70th anniversary of the Axis powers’ declaration of war on Greece, Υπουργείο Εξωτερικών / CC BY-SA (https://creativecommons↵.org/licenses/by-sa/2.0) 

Κατοχή και Αντίσταση

Η δράση της Εθνικής Αντίστασης διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο, με βασικό κριτήριο την «αποτελεσματικότητα» καθεμιάς από τις δυνάμεις κατοχής. Όταν ο Χίτλερ μοίρασε τη λεία, έθεσε υπό γερμανικό έλεγχο μόνο περιοχές ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας. Κατ’ υπόδειξη της Ανώτατης Διοίκησης του Πολεμικού Ναυτικού, η Κρήτη έπρεπε να παραμείνει για πάντα υπό γερμανική κυριαρχία, προκειμένου να διασφαλιστούν τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Μεγάλης Γερμανίας. Ομοίως, το σχέδιο προέβλεπε τη μετατροπή της Θεσσαλονίκης σε μεθοριακό οχυρό της μελλοντικής Γερμανικής Αυτοκρατορίας (βλ., μεταξύ άλλων, Στρατιωτικό Αρχείο Φράιμπουργκ, Ανώτατη Διοίκηση Πολεμικού Ναυτικού, άκρως απόρρητο, 28 Ιουλίου 1942). Κατά τ’ άλλα, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας παραχωρήθηκε από το Βερολίνο στους Ιταλούς και στους Βουλγάρους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι εδαφικές αξιώσεις των δύο συμμάχων του Τρίτου Ράιχ. Υπό αυτές τις άνισες συνθήκες, άρχισε να συγκροτείται η ελληνική Εθνική Αντίσταση, με σημαντικότερη οργάνωση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Από το καλοκαίρι του 1943, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), το αντάρτικο σκέλος του ΕΑΜ, ανέπτυξε σημαντική επιχειρησιακή δράση και εξελίχθηκε στον πιο αποτελεσματικό αντίπαλο των δυνάμεων κατοχής. Από τη μεριά τους, οι κατακτητές, και ειδικότερα οι Γερμανοί, εξαπέλυσαν ένα κύμα αιματηρής βίας ενάντια στον άμαχο πληθυσμό, και μάλιστα με μια αγριότητα πρωτοφανή για όλες τις μη σλαβικές κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης.

Η τριπλή κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα (1941-1944), Wikimedia Commons↵, Furfur / GFDL (http://www.gnu.org/copyleft/fdl.html). Με κόκκινο χρώμα επισημαίνεται η γερμανική ζώνη κατοχής, με γαλάζιο η ιταλική ζώνη (από τον Σεπτέμβριο του 1943 υπό γερμανική κατοχή), με πράσινο η βουλγαρική ζώνη, με πράσινο/κόκκινο η βουλγαρική ζώνη (από τον Ιούλιο του 1943 υπό γερμανικό έλεγχο) και με μπλε τα Δωδεκάνησα (κατεχόμενη ιταλική ζώνη από το 1912).

 

Πολωτική προπαγάνδα

Συγχρόνως, οι κατακτητές υποδαύλισαν με την πολωτική προπαγάνδα τους την έχθρα ανάμεσα στις εθνικιστικές ομάδες και στον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Μάλιστα η πρωτοβουλία των Γερμανών να συγκροτήσουν από τα τέλη του 1943 τα ένοπλα Τάγματα Ασφαλείας και να τα στελεχώσουν με πληροφοριοδότες και συνεργάτες τους, προκειμένου να «εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα», αποσκοπούσε μάλλον στο πολιτικό παρά στο στρατιωτικό όφελος και αποτελούσε «πολιτικό μέτρο στο πλαίσιο της εκστρατείας για την καταπολέμηση του κομμουνισμού, για την οποία απαιτείται η επιστράτευση σύσσωμης της αντικομμουνιστικής μερίδας του ελληνικού πληθυσμού, προκειμένου να εδραιώσει την παρουσία της και να ωθηθεί σε ανοιχτή σύγκρουση με την κομμουνιστική μερίδα της χώρας». Πράγματι, η γερμανική διχαστική προπαγάνδα έδωσε στη λανθάνουσα εσωτερική ελληνική αντιπαράθεση μια βίαιη διάσταση, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στον μεταπολεμικό Εμφύλιο πόλεμο. Πολλοί από τους κατακτητές είδαν να επιβεβαιώνεται η κυνική θέση τους, σύμφωνα με την οποία «η ανθρώπινη ζωή έχει ελάχιστη αξία σε τούτη τη χώρα», κάτι που ανέστειλε ακόμα περισσότερο τους όποιους ενδοιασμούς κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των στρατευμάτων κατοχής.

«Μέτρα εξιλασμού»

Σταδιακά, εκατοντάδες ορεινά χωριά της Ελλάδας, τάχα «μολυσμένα από τους συμμορίτες», βρέθηκαν στο στόχαστρο της βάναυσης κατοχικής λογικής. Αν οι κάτοικοι εμπιστεύονταν τις διαβεβαιώσεις των κατακτητών και παρέμεναν στον τόπο τους κατά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων, τουλάχιστον οι άντρες διέτρεχαν τον κίνδυνο να συλληφθούν «προληπτικά» και να μεταφερθούν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, εφόσον δεν εκτελούνταν επιτόπου σε αντίποινα για επιχειρήσεις ανταρτών. Αν το έβαζαν στα πόδια, η φυγή ερμηνευόταν από τους κατακτητές ως έμπρακτη απόδειξη για τη συμμετοχή τους στην Αντίσταση και τιμωρούνταν με τουφεκισμό. Σε πολλές περιπτώσεις, θύματα της ναζιστικής θηριωδίας έπεσαν ακόμα και τα γυναικόπαιδα, όπως στο Κομμένο Άρτας, στην Κλεισούρα Καστοριάς, στο Δίστομο και σε πολλούς άλλους μαρτυρικούς τόπους. Αν και ορισμένοι συνετοί διοικητές προσπάθησαν να αποτρέψουν ή έστω να περιορίσουν τις ασύλληπτες θηριωδίες, κάποιοι άλλοι είχαν τα νώτα τους καλυμμένα από το αρχηγείο του Φύρερ, το οποίο απαιτούσε την εξάλειψη «κάθε ευρωπαϊκής αντίστασης». [1]

Μονάχα για την περίοδο από τον Ιούνιο του 1943, μια (ελλιπής) γερμανική έκθεση κάνει λόγο για 25.435 νεκρούς Έλληνες – 91 θύματα ημερησίως κατά τους τελευταίους μήνες της Κατοχής. Στην ίδια έκθεση, γίνεται αναφορά σε 25.728 «αιχμαλώτους», χωρίς άλλα στοιχεία για την κατοπινή τύχη τους (βλ. Στρατιωτικό Αρχείο Φράιμπουργκ, αρ. τεκμ. RH 19 VII/54). [2] Πολλοί απ’ αυτούς εκτοπίστηκαν στη Γερμανία, προκειμένου να δουλέψουν σε κάτεργα. Ένα μεγάλο μέρος δεν επέστρεψε ποτέ. Άλλοι εκτελέστηκαν ως «όμηροι», στο πλαίσιο «εξυγίανσης και εκκαθάρισης» του πληθυσμού, για να χρησιμοποιήσουμε την απάνθρωπη ορολογία των κατακτητών.

Το μαρμάρινο μνημείο στο μαυσωλείο του Διστόμου. Φωτό: Συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ Διστόμου.

Τραγικός απολογισμός

Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πατριώτες κατέληξαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, με πιο γνωστό το στρατόπεδο Χαϊδαρίου και κύριο πάνω στη ζωή και στον θάνατο τον διαβόητο διοικητή Πάουλ Όττο Ραντόμσκι, ο οποίος χαρακτηριζόταν ακόμα και από την αρμόδια υπηρεσία των Ες Ες ως άνθρωπος «με πρωτόγονη σκέψη και πρωτόγονα αισθήματα, ακατάλληλος για ηγετικές θέσεις». [3] Στις εκθέσεις της Βέρμαχτ για τα θύματα του πολέμου δεν αναφέρονται ούτε οι 60.000 δολοφονημένοι Ελληνοεβραίοι ούτε οι περισσότεροι από 100.000 νεκροί από την πείνα (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, πολύ περισσότεροι), αλλά ούτε και η ραγδαία πτώση της γεννητικότητας. Στο τέλος της Κατοχής, ένας στους τρεις Έλληνες υπέφερε από επιδημικές ασθένειες, με τα κρούσματα σε ορισμένες περιοχές να ξεπερνούν το 70% του ντόπιου πληθυσμού, κυρίως παιδιά. Ανυπολόγιστα ήταν τα πλήγματα για την οικονομία εξαιτίας του υπερπληθωρισμού και της ληστρικής υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, όπως του ορυκτού και δασικού πλούτου, καθώς και της συστηματικής καταστροφής των υποδομών. Οι κατακτητές ανατίναξαν σχεδόν όλες τις σιδηροδρομικές γέφυρες, αχρήστευσαν ή κατάσχεσαν τουλάχιστον το 80% του τροχαίου υλικού, ενώ το τονάζ του εμπορικού στόλου μειώθηκε κατά 73% και αναρίθμητες κατοικίες και χωριά μεταβλήθηκαν σε ερείπια.

Το μνημείο για τα περισσότερα από 500 θύματα της Σφαγής των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου 1943. Φωτό: Συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ Καλαβρύτων

Πηγές:

Το κείμενο της ενότητας «Αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές» παρατίθεται από τον ιστότοπο «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα», Αντίσταση↵, ημερομηνία πρόσβασης: 11 Ιουνίου 2020

Για την ενότητα «Κατοχή και Αντίσταση», βλ. Hagen Fleischer, «Wenn ihr euch erinnert, können wir vergessen. Deutsche Besatzungszeit», 17 Μαΐου 2014, Bundeszentrale für politische Bildung, CC BY-NC-ND 3.0 DE

Γερμανική Σχολή Αθηνών

Δημοκρίτου 6 & Γερμανικής Σχολής Αθηνών

151 23 Μαρούσι

Τηλεφωνικό κέντρο: (+30) 210 6199260-5,

νέο τηλεφωνικό κέντρο (+30) 211 7774500

Φαξ: (+30) 210 619 9267

E-Mail: sekretariat@dsathen.gr