Aρχική / Πρόσωπα/Πορτρέτα / Καθηγήτριες και Καθηγητές / Χανς Βέντε / Αθέμιτες διαπραγματεύσεις
Το τέλος του πολέμου και η ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το 1949 δεν φαίνεται να γέννησαν στον Βέντε προβληματισμούς για το σκοτεινό του παρελθόν στην Ελλάδα. Σε μεταπολεμικές συνεντεύξεις του δήλωνε ότι δεν γνώριζε το παραμικρό για τις εκτελέσεις αναρίθμητων αμάχων σε αντίποινα για τον θάνατο στρατιωτών της Βέρμαχτ. Στην πραγματικότητα, ήταν πλήρως ενήμερος για τα απάνθρωπα «μέτρα εξιλασμού» που επέβαλλαν οι κατακτητές σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά. Ο ίδιος δικαιολογούσε την τακτική της Βέρμαχτ, της Υπηρεσίας Πληροφοριών και των Ες Ες, με το επιχείρημα ότι οι Γερμανοί δεν είχαν τάχα άλλον τρόπο, για να προστατέψουν τους στρατιώτες τους. Η παντελής απουσία ηθικών αναστολών καταδεικνύεται και από την προσπάθειά του να βγάλει κέρδος από τις ιδιόχειρες εκθέσεις του για τη δράση των αντιστασιακών ομάδων, τις οποίες κατάφερε να διασώσει, επιστρέφοντας από τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ο Βέντε επιχείρησε επανειλημμένα να πουλήσει τα ευαίσθητα ντοκουμέντα σε όποιον ήταν πρόθυμος να προσφέρει το υψηλότερο αντίτιμο. Περισσότερες πληροφορίες για τις αθέμιτες συναλλαγές και τα παζάρια του Χανς Βέντε, στην παρουσίαση που ακολουθεί.
✎ Ηλέκτρα Μαυρίδη
Οι αθέμιτες διαπραγματεύσεις του Χανς Βέντε
Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ο Βέντε αγνόησε τις διαταγές των ανωτέρων του και μετέφερε με περιπετειώδη τρόπο στη Γερμανία τις αναφορές που είχε συντάξει για τη Βέρμαχτ κατά την παραμονή του στην Ελλάδα. Φαίνεται πως ήταν τυφλωμένος από τη φιλαργυρία του, διότι λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δοκίμασε να βρει αγοραστή για τις εκθέσεις που είχε συντάξει κατ’ εντολήν της Βέρμαχτ σχετικά με την πολιτική κατάσταση στην κατοχική Ελλάδα και τις δράσεις της Εθνικής Αντίστασης. Ωστόσο, δεν κατάφερε να αποσπάσει το επιθυμητό αντίτιμο. Έτσι, στα τέλη του 1952, πρόσφερε το υλικό στον παλιό του γνωστό Νικόλαο Λούβαρι, πρώην υπουργό Παιδείας επί κυβερνήσεως Ιωάννη Ράλλη και καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Το 1953 άρχισε να διαπραγματεύεται με τις ελληνικές εφημερίδες Εθνικός Κήρυξ και Ελευθερία. Μάλιστα, θέλοντας να προσελκύσει το ενδιαφέρον για την αξία του υλικού, συνέταξε τον επόμενο χρόνο μια έκθεση με τον τίτλο «Το ελληνικό αντιστασιακό κίνημα υπό την κρίση της Ανώτερης Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης». Ωστόσο, τα παζάρια του Βέντε δεν είχαν τέλος. Στη συνέχεια, δοκίμασε να πουλήσει σε τιμή ευκαιρίας την έκθεσή του στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού και στον δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο. Παράλληλα, διαπραγματευόταν με το Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, το οποίο έσπευσε όμως να του υπογραμμίσει ότι απαγορευόταν να διαθέσει σε τρίτους ακόμα και αντίγραφα, έστω και σε αποσπασματική μορφή. Νωρίτερα, η γερμανική πρεσβεία τού είχε ήδη επισημάνει ότι οποιαδήποτε διάθεση του υλικού ήταν παράνομη. Τέλος, το Ομοσπονδιακό Αρχείο απέκτησε τα ντοκουμέντα έναντι 2.000 γερμανικών μάρκων, αν και ο Βέντε φρόντισε να κρατήσει κάποια από τα έγγραφα για λογαριασμό του. Τον Μάρτιο του 1957, ύστερα από πολύμηνες και σκληρές διαπραγματεύσεις, ο Βάσος Μαθιόπουλος κατάφερε να αποκτήσει ένα αντίγραφο της έκθεσης στην τελική τιμή των 400 μάρκων.
Σκέψεις και κρίσεις για τη στάση του Χανς Βέντε
Οι μανιώδεις προσπάθειες του Βέντε να βρει αγοραστή για τα απόρρητα ντοκουμέντα του φανερώνουν ότι το θράσος του δεν είχε όρια. Στην πραγματικότητα, ο Βέντε δεν ήταν παρά ένας κατάσκοπος στην υπηρεσία των Γερμανών κατακτητών, ο οποίος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, για να μοσχοπουλήσει ένα εκτενές και άκρως απόρρητο αρχειακό υλικό με ακριβέστατες πληροφορίες για τη δράση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων και τις κινήσεις των ανταρτών του ΕΛΑΣ αλλά και με λεπτομερείς αναφορές στην πολιτική κατάσταση της χώρας. Οι συγκεκριμένοι φάκελοι περιείχαν σημαντικές και απόρρητες πληροφορίες τόσο για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και για τα γεγονότα που οδήγησαν στον ελληνικό Εμφύλιο. Οι εκθέσεις του για τη δράση των ομάδων της Εθνικής Αντίστασης αξιοποιήθηκαν από τη Βέρμαχτ για να επιβάλει αντίποινα εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Μετά τον πόλεμο, ο Βέντε φρόντισε να διαδώσει ότι είχε στην κατοχή του μια συλλογή από ιδιόχειρα ντοκουμέντα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας και προσπάθησε να τα εμπορευτεί, και μάλιστα χωρίς ηθικές αναστολές και δίχως ίχνος μεταμέλειας ή επίγνωσης της ενοχής του. Δεν ενδιαφερόταν για την αντικειμενική επιστημονική εξέταση του υλικού, αλλά για το εύκολο κέρδος.
Από τις ελληνικές εφημερίδες, ο Βέντε αξίωνε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 10.000 δολαρίων, ώσπου η γερμανική νομοθεσία ήρθε να βάλει φρένο στα παζάρια του, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν είχε τα δικαιώματα κυριότητας του υλικού, αλλά και ότι οι γραπτές αναφορές του αποτελούσαν πολεμικό ντοκουμέντο και ανήκαν στο γερμανικό κράτος. Με άλλα λόγια, ο Βέντε αποκόμισε κέρδος με ανήθικο τρόπο και χωρίς να έχει καν τα δικαιώματα του υλικού που εμπορευόταν.
Το συμπέρασμά μας: Το γεγονός ότι λίγο καιρό μετά τον πόλεμο ο Βέντε είχε το θράσος να παζαρεύει με τους Έλληνες, με την πρόθεση να αποκομίσει κέρδος, φανερώνει απίστευτη αδιαντροπιά, πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνικός λαός υπέφερε τα πάνδεινα από τους Γερμανούς κατακτητές και αν λάβουμε υπόψη ότι ο ίδιος ήταν πρώην στρατιώτης της Βέρμαχτ και με τη δράση του συμμετείχε ενεργά στις θηριωδίες των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής. Μολονότι γνώριζε καλά την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, δεν δίστασε να εμπορευτεί τα απόρρητα έγγραφα, με τις όποιες συνέπειες για τους πρώην αγωνιστές της κομμουνιστικής Αντίστασης στη μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Με τη στάση του, επέφερε επιπρόσθετα δεινά σε μια χώρα η οποία καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τη στυγνή ναζιστική βία του Τρίτου Ράιχ. Κατά την κρίση μας, ο Χανς Βέντε είναι ένοχος.
Πηγή: Hermann Frank Meyer, «Die Erinnerungen des Hans Wende↵. Von 1942 bis 1944, Sachbearbeiter für “Bandenangelegenheiten” in der “Führungsabteilung Ic” des Oberkommandos der Heeresgruppe E, Griechenland», στο: Thetis, Mannheimer Beiträge zur Klassischen Archäologie und Geschichte Griechenlands und Zyperns, τόμος 7,Μάνχαϊμ 2000.