Aρχική / Πρόσωπα/Πορτρέτα / Καθηγήτριες και Καθηγητές / Bίκτορ Παισλ / Iστορικά στοιχεία
Ο Βίκτορ Παισλ ήταν παιδαγωγός, διδάκτωρ της Κλασικής Φιλολογίας, θαυμαστής και γνώστης της ελληνικής αρχαιότητας και φιλοσοφίας, με σπουδές σε κορυφαία γερμανικά πανεπιστήμια και πλούσια ταξιδιωτική εμπειρία από τη διαμονή του στην Ιταλία, στην Αγγλία και στη Γαλλία, όπου μάλιστα εργάστηκε ως διερμηνέας. Από το 1933 ήταν μέλος της Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ες Ες (SS-Nachrichtensturm). Αν και μια τέτοια αντίφαση είναι για εμάς κραυγαλέα, φαίνεται ότι εκείνη την εποχή το ένα δεν απέκλειε απαραίτητα το άλλο. Οι επαφές του Βίκτορ Παισλ με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε συνδυασμό με τη γλωσσομάθεια και τον κοσμοπολιτισμό του αποτελούσαν στην πραγματικότητα τις καλύτερες προϋποθέσεις, για να αντισταθεί στο δόγμα και στην ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, σε ηλικία 23 ετών αποφάσισε να προσχωρήσει στα Ες Ες. Για τα κίνητρα και τους λόγους του δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, το παραμικρό. Στην έκθεση για τις διδακτικές δεξιότητες του Παισλ, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1936, ο τότε διευθυντής της ΓΣΑ, Άλφρεντ Ρομαίν, υπογραμμίζει ότι «η πνευματική του προσωπικότητα εμπνέεται από υψηλά ανθρωπιστικά ιδανικά, τα οποία έχει αντλήσει από τη βαθιά γνώση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, σε συνδυασμό με το εθνικοσοσιαλιστικό φρόνημα που του έχει εμφυσήσει η εκπαίδευση στα Ες Ες». Περισσότερες πληροφορίες για τα Ες Ες και τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν στην Ελλάδα, στην έρευνα που ακολουθεί.
✎ Έρευνα: Γιάννης Τόλιας, Λουδοβίκος Μπίτζιος, Ίωνας Κάμπλιτζ Παναγιωτόπουλος, Αλέξιος Τσακαλάκος
Γενικές πληροφορίες για τα Ες Ες
Τα Ες Ες ήταν παραστρατιωτική οργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και συστάθηκαν τον Απρίλιο του 1925. Τα αρχικά SS παραπέμπουν στη γερμανική λέξη Schutz-Staffel, δηλαδή «Μοίρα Προστασίας». Αν και τον πρώτο καιρό λειτουργούσαν ως σωματοφυλακή για την προσωπική ασφάλεια του Αδόλφου Χίτλερ (1889-1945) και άλλων ηγετικών στελεχών του Κόμματος, από το 1933 και υπό την ηγεσία του Χάινριχ Χίμλερ (1900-1945) ανέλαβαν την αποστολή να διασφαλίσουν με βίαιες μεθόδους την ομαλή λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος. Με την απορρόφηση όλων των υπηρεσιών του αστυνομικού Σώματος, τη σύσταση της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας (Γκεστάπο) και της Υπηρεσίας Πληροφοριών (Sicherheitsdienst, SD), καθώς και με την ίδρυση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τα Ες Ες αναδείχθηκαν σε στυλοβάτη της ναζιστικής κυριαρχίας. Εκτός από το πολιτικό σκέλος, τα λεγόμενα Γενικά Ες Ες (Allgemeine SS), η οργάνωση αποτελούνταν από ένοπλους σχηματισμούς με στρατιωτική δομή (SS-Verfügungstruppen) και από τα Τάγματα Θανάτου με διακριτικό τη νεκροκεφαλή (SS-Totenkopfverbände). Τα δύο τελευταία συγχωνεύτηκαν αργότερα στα Μάχιμα Ες Ες (Waffen-SS). Τα Ες Ες αυτοπροσδιορίζονταν ως σώμα επιλέκτων ενωμένων με δεσμούς αίματος και με την αποστολή να διατηρούν την καθαρότητα της «βόρειας φυλής». Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Ες Ες διέπραξαν αναρίθμητα εγκλήματα πολέμου. Στις 10 Οκτωβρίου 1945, απαγορεύτηκαν από τους Συμμάχους, ενώ το 1946 κηρύχθηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης εγκληματική οργάνωση, υπεύθυνη για την καταδυνάστευση και τη δολοφονία εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν και άλλες δίκες αξιωματούχων της ναζιστικής οργάνωσης.
Το Αρχηγείο των Ες Ες στην Πριντς-Άλμπρεχτ-Στράσε του Βερολίνου, 1934. Πηγή: Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, αρ. τεκμ. 183-G01209-500-1 / CC BY-SA 3.0, Wikimedia Commons↵
Η ιδεολογία του Χίμλερ και των Ες Ες
Αν και τα ιδεολογικά πιστεύω των Ες Ες ήταν απόλυτα ταυτισμένα με τη γραμμή του Κόμματος, ο Χίμλερ δεν έχανε ευκαιρία να υπογραμμίζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οργάνωσης και να αναβαθμίζει τον ρόλο της. Ο ίδιος έβλεπε τα Ες Ες ως τάγματα επιλέκτων και ως εργαλείο του Χίτλερ για την εσωτερική ασφάλεια του Ράιχ. Το όραμά του ήταν να συγκροτήσει ένα σώμα επιλέκτων ενωμένων με δεσμούς αίματος, ένα στρατιωτικό τάγμα ιπποτών εμφορούμενων από «βούληση για ελευθερία και μαχητικό πνεύμα», «τιμή και πίστη» και υπακοή από εσωτερική πεποίθηση. Αποδέκτης της πίστης και της υπακοής ήταν αποκλειστικά και μόνο ο Φύρερ.
Για να γίνουν δεκτοί στα Ες Ες, οι υποψήφιοι έπρεπε να έχουν ελάχιστο ανάστημα 1,70 μ. και να αποδεικνύουν τη φυλετική τους καθαρότητα, δηλαδή να μην έχουν Εβραίους προγόνους έως τη γενιά των παππούδων τους. Άντρες με «σλαβικά» φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά αποκλείονταν από την οργάνωση. Ο γάμος και η δημιουργία πολύτεκνης οικογένειας θεωρούνταν υποχρεωτικό καθήκον για τη συγκρότηση μιας κοινότητας με επίλεκτα στελέχη, ενωμένα με βιολογικούς δεσμούς. Πάντως, ο ίδιος ο Χίμλερ δεν πληρούσε τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, αλλά ούτε και θεωρούνταν απαραίτητες για την ένταξη στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα.
Στη «βόρεια φυλή», το φυλετικό πρότυπο του Χίμλερ, κατατάσσονταν και μια σειρά από μη γερμανικά φύλα. Η ναζιστική ιδεολογία δεν ήταν συνδεδεμένη μόνο με την ηγεμονική αξίωση του Χίτλερ να καθυποτάξει όλες τις ξένες και «κατώτερες» φυλές, αλλά και με την ανάγκη της εδαφικής επέκτασης του Ράιχ προς Ανατολάς για την εξασφάλιση του απαραίτητου ζωτικού χώρου (Lebensraum). Επίσης, ο εποικισμός της ανατολικής Ευρώπης από μέλη της «κυρίαρχης φυλής» θα συνέβαλε καθοριστικά στην αποκατάσταση της φυλετικής τους υγείας από τον «άρρωστο πολιτισμό των μεγαλουπόλεων». Το μακροπρόθεσμο όραμα του ναζισμού ήταν να δημιουργήσει μια νέα ανώτερη τάξη, μια βόρεια φυλή αποτελούμενη από αγρότες και πολεμιστές.
Η εξιδανικευμένη και, προπάντων, ανιστορική εικόνα του Χίμλερ για την υπεροχή της βόρειας φυλής ήταν συνδεδεμένη με μια βαθιά περιφρόνηση για τον χριστιανισμό και τον κλήρο. Απέναντι στα χριστιανικά έθιμα θέλησε να αντιτάξει μια παγανιστική λατρεία που αντικαθιστούσε τη βάπτιση με την τελετουργική ονοματοδοσία ή τη γιορτή των Χριστουγέννων με τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου. Ο ίδιος απέρριπτε μετά βδελυγμίας την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής, με τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια πίστη ήταν τελείως άγνωστη στα γερμανικά φύλα του Βορρά. Στα μάτια του, ο Χίτλερ ήταν η μεσσιανική φιγούρα που θα ερχόταν να αντικαταστήσει τον Χριστό. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη των Ες Ες δέχονταν μεγάλες πιέσεις να αποχωρήσουν από τις εκκλησιαστικές οργανώσεις.
Η μεραρχία «Das Reich» των Μάχιμων Ες Ες, Ρωσία, Μάρτιος-Απρίλιος 1942. Πηγή: CC BY-SA 3.0, Wikimedia Commons↵
Κοινωνική διάρθρωση των Ες Ες
Ως ηγέτης των Ες Ες (Reichsführer SS), ο Χίμλερ προτιμούσε να στρατολογεί στην οργάνωση μέλη που είχαν διατελέσει αξιωματικοί στον πρώην Αυτοκρατορικό Στρατό (Reichswehr) ή στα Σώματα Εθελοντών (Freikorps), τις παραστρατιωτικές οργανώσεις που ξεπήδησαν μετά το τέλος του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου στην ασταθή πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Επίσης, στις γραμμές της οργάνωσης έσπευδαν να ενταχθούν και άντρες με αστικό υπόβαθρο, και ειδικότερα όσοι δεν είχαν καταφέρει να προκόψουν στην ελεύθερη αγορά εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Άλλωστε, ένα από τα βασικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των Ες Ες ήταν ότι προσέφεραν καλύτερες προοπτικές ανέλιξης σε ανώτερα πόστα απ’ ό,τι η Βέρμαχτ ή η δημόσια διοίκηση.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι τάξεις των ανώτερων αξιωματικών απαρτίζονταν από παλιά και αξιόπιστα στελέχη των Ες Ες ή του Κόμματος. Αντίθετα, η προσέλευση από τα συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας παρέμεινε χαμηλή. Το 1939, μόλις 58 από τους συνολικά 648 υψηλόβαθμους αξιωματικούς (δηλαδή από τον βαθμό του συνταγματάρχη και άνω) ήταν άτομα αριστοκρατικής καταγωγής. Ομοίως, στη Βαυαρία, μόνο επτά ευπατρίδες κατείχαν ανώτερα αξιώματα στα Ες Ες.
Πιο εξευγενισμένο θεωρούνταν το έφιππο σώμα των Ες Ες, στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και πολλοί από τους υφιστάμενους ιππικούς συλλόγους. Η Σχολή Ιππικού των Ες Ες είχε την έδρα της στο Μόναχο. Ο Χίμλερ είχε υποσχεθεί στους ιππικούς ομίλους ότι στην οργάνωση θα γίνονταν δεκτά όλα τα μέλη τους, ανεξάρτητα από τα πολιτικά τους φρονήματα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το έφιππο σώμα των Ες Ες διατήρησε ένα πιο συντηρητικό πρόσωπο. Επίσης, στην οργάνωση προσχώρησε σύσσωμο και το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Βετεράνων Πολέμου.
Άντρες της «Σωματοφυλακής Αδόλφου Χίτλερ», της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας των Ες Ες, το 1941 στα Βαλκάνια. Πηγή: Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, αρ. τεκμ. 101I-158-0094-35 / Kisselbach / CC BY-SA 3.0, Wikimedia Commons↵
Όπως στα ανώτερα κλιμάκια της οργάνωσης, έτσι και στις μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας υπερτερούσαν αριθμητικά τα μέλη που είχαν προσχωρήσει στο Κόμμα και στα Ες Ες πριν από την κατάληψη της εξουσίας (Machtergreifung). Από τους αξιωματικούς που είχαν ενταχθεί στην οργάνωση πριν από το 1933, οι τάξεις των υπαξιωματικών εκπροσωπούνταν σε συντριπτικό βαθμό από άτομα με στοιχειώδη σχολική εκπαίδευση. Από το 1933 άρχισαν να πληθαίνουν τα μέλη με γυμνασιακή μόρφωση. Τον πρώτο καιρό, οι αξιωματικοί προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αγροτικές περιοχές της νότιας Γερμανίας, και μάλιστα σε ποσοστό 63,9% κατά το έτος 1927. Από το 1930, η αναλογία άρχισε να διαφοροποιείται. Το 1939, οι αξιωματικοί από τον γερμανικό Νότο δεν ξεπερνούσαν πλέον το 29,7% της συνολικής δύναμης των Ες Ες. Διαφορετική ήταν η εξέλιξη στα Τάγματα Θανάτου, όπου το 1939 οι αξιωματικοί από τη νότια Γερμανία άγγιζαν το 45% του Σώματος.
Το πολιτικό σκέλος των Ες Ες και η Υπηρεσία Πληροφοριών είχαν τη μερίδα του λέοντος σε αξιωματικούς με πανεπιστημιακό τίτλο σπουδών. Το 8,8% των αξιωματικών που υπηρετούσαν στις Αστυνομικές Δυνάμεις Ασφαλείας (Sicherheitspolizei) και στην Υπηρεσία Πληροφοριών κατάγονταν από τη Βαυαρία, ενώ το 65,8% από την Πρωσία.
Το 1938, το 23,5% επί του συνόλου των αξιωματικών των Ες Ες ήταν προτεστάντες και το 8,4% ρωμαιοκαθολικοί, ενώ το 68,1% αυτοπροσδιορίζονταν απλώς ως θρήσκοι, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον είχαν πάρει τις επιθυμητές αποστάσεις από τις δύο Εκκλησίες.
Πηγή: Paul Hoser, «Schutzstaffel (SS), 1925-1945». Δημοσιεύθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2007 στον ιστότοπο Historisches Lexikon Bayerns↵, ημερομηνία πρόσβασης: 31 Αυγούστου 2020
Τα εγκλήματα πολέμου των Ες Ες στην Ελλάδα, μέσα από το παράδειγμα της Σφαγής του Διστόμου
Στις 10 Ιουνίου 1944, ο 2ος λόχος του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων των Ες Ες εισέβαλε με επικεφαλής τον λοχαγό Φριτς Λάουτενμπαχ στο μικρό χωριό Δίστομο της Βοιωτίας, το οποίο αριθμούσε μόνο μερικές εκατοντάδες κατοίκους. Αφού εκτέλεσαν εν ψυχρώ όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο τους, δίχως να λυπηθούν ούτε τα γυναικόπαιδα ούτε τους ηλικιωμένους, παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες. Συνολικά, η σφαγή στοίχισε 218 ανθρώπινες ζωές.
Μαρμάρινη πλάκα στο Μαυσωλείο για τα θύματα της Σφαγής του Διστόμου. Φωτογραφικό αρχείο από τη συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ Διστόμου
Ελάχιστοι από τους κατοίκους του Διστόμου γλίτωσαν από το δολοφονικό μένος των Ες Ες, είτε επειδή πρόλαβαν να κρυφτούν είτε από καθαρή τύχη, όπως ο τότε τετράχρονος Αργύρης Σφουντούρης. Οι λεπτομερείς μαρτυρίες των επιζώντων, οι εκθέσεις των ελληνικών Αρχών, οι γραπτές αναφορές από άντρες των Ες Ες οι οποίοι συμμετείχαν στη σφαγή και οι εξιστορήσεις των παρατηρητών του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι στάλθηκαν εσπευσμένα από την Αθήνα στο Δίστομο, καθώς και η μεταπολεμική δικογραφία για τη δίωξη των υπευθύνων, φέρνουν στην επιφάνεια την ασύλληπτη φρίκη σε συνδυασμό με την καταστροφική μανία και βαρβαρότητα των Ες Ες.
Φτάνοντας στο Δίστομο λίγες μέρες μετά τη σφαγή, ο καθηγητής Στούρε Λιννέρ, Σουηδός απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, αντίκρισε το εξής θέαμα: «Πάνω από την περιοχή πλανιόταν μια αφόρητη μυρωδιά τέφρας και αποσύνθεσης. Παντού κείτονταν ανθρώπινα κουφάρια. Δεν μπορώ να πω πόσοι ήταν οι νεκροί, πάντως είχα την εντύπωση πως ήταν εκατοντάδες. Ανάμεσά τους ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα εντόσθια να κρέμονται έξω. Απ’ ορισμένες είχαν αφαιρέσει με την ξιφολόγχη τα στήθη. Στους άντρες είχαν κόψει τα γεννητικά όργανα. Παραδίπλα κείτονταν παιδιά, με το κεφάλι τους τσαλαπατημένο. Η φωτιά σιγόκαιγε ακόμα στα αποκαΐδια των σπιτιών». [1]
Οι μαρμάρινες πλάκες με τα ονόματα των 218 θυμάτων της Σφαγής του Διστόμου. Φωτογραφικό αρχείο από τη συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ.
Το παρασκήνιο και οι προσπάθειες συγκάλυψης της Σφαγής του Διστόμου
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944, λίγους μήνες πριν από την αποχώρηση της Βέρμαχτ από την Ελλάδα, οι αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν διευρύνει τη δράση τους στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Δίστομο, πλήττοντας τις εγκαταστάσεις και τα στρατεύματα του εχθρού. Οι κατακτητές αντιδρούσαν με ολοένα και πιο αιματηρά αντίποινα, όπως αυθαίρετες συλλήψεις και ομαδικές εκτελέσεις, πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών και σφαγές εις βάρος του άμαχου πληθυσμού.
Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944, ο λόχος του Λάουτενμπαχ μετακινήθηκε προς το Δίστομο, έχοντας διαταγή να εντοπίσει και να εξοντώσει τις αντάρτικες ομάδες της περιοχής. Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και, εκφοβίζοντας τους κατοίκους, έμαθαν ότι ένας λόχος των ανταρτών είχε περάσει από εκεί την προηγούμενη μέρα και κατευθυνόταν προς το γειτονικό χωριό Στείρι. Οι άντρες των Ες Ες μετακινήθηκαν προς το Στείρι, αλλά στα περίχωρα του χωριού έπεσαν σε ενέδρα του ΕΛΑΣ. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν δεκαπέντε αντάρτες και έξι Γερμανοί. Προκειμένου να πάρουν εκδίκηση γι’ αυτή την επίθεση, τα Ες Ες επέστρεψαν λίγες ώρες αργότερα στο Δίστομο και κατέσφαξαν τον ντόπιο πληθυσμό.
Φωτογραφίες δολοφονημένων κατοίκων στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού, Δίστομο. Φωτογραφικό αρχείο από τη συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ
Στην «πολεμική έκθεση» που υπέβαλε ο διοικητής του λόχου των Ες Ες, λοχαγός Φριτς Λάουτενμπαχ, ισχυρίστηκε ότι οι άνδρες του δέχθηκαν από τη μεριά του Διστόμου επίθεση με όλμους και αυτόματα όπλα. «Κατόπιν τούτου, διέταξα τους άντρες μου να ανταποδώσουν τα πυρά και να επιτεθούν με όλο τον διαθέσιμο οπλισμό κατά του Διστόμου. Μετά την εκκαθάριση του χωριού και την καταμέτρηση των νεκρών, συνολικά 250-300 συμμορίτες και ύποπτοι για συμμετοχή σε αντάρτικες συμμορίες, παραδώσαμε στις φλόγες τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού». [2] Ωστόσο, στην αναφορά που συνέταξε ο Γκέοργκ Κοχ, αυτόπτης μάρτυρας και πράκτορας της γερμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, βεβαίωνε ότι δεν είχε υπάρξει καμία ανταλλαγή πυρών με το Δίστομο και ότι τα θύματα του χωριού απαρτίζονταν στο σύνολό τους από αμέτοχους άντρες και γυναικόπαιδα. Η αναφορά του Κοχ οδήγησε τον αντιπτέραρχο Χέλμουτ Φέλμυ να διατάξει τη διενέργεια προανάκρισης. Με τη μεσολάβηση του συνταγματάρχη Καρλ Σύμερς, διοικητή του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Γρεναδιέρων της Αστυνομίας των Ες Ες και υπεύθυνου, μεταξύ άλλων, για τη Σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς στις 5 Απριλίου 1944, η αρμόδια ανακριτική επιτροπή πείστηκε ότι ο Λάουτενμπαχ είχε επιτελέσει το στρατιωτικό του καθήκον με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αρκέστηκε να τον επιπλήξει για παράκαμψη της ιεραρχίας, δεδομένου ότι μόνο οι μέραρχοι ήταν αρμόδιοι να εγκρίνουν την επιβολή «μέτρων εξιλασμού».
Ακόμα και το 1995, το σαδιστικό έγκλημα εις βάρος αντρών και γυναικόπαιδων χαρακτηριζόταν από τη γερμανική κυβέρνηση ως σύνηθες «μέτρο στο πλαίσιο της διεξαγωγής του πολέμου», όπως διαβάζουμε και στην επιστολή που απέστειλε στις 23 Ιανουαρίου 1995 στον Αργύρη Σφουντούρη η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα:
«Κατά την κρίση της γερμανικής κυβέρνησης, τα αντίποινα, όπως αυτά που επεβλήθησαν κατά του Διστόμου, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ναζιστικές θηριωδίες από τις οποίες επλήγησαν άτομα λόγω της φυλής, του θρησκεύματος ή της αντικαθεστωτικής στάσης τους, αλλά ως μέτρο στο πλαίσιο της διεξαγωγής του πολέμου, δεδομένου ότι εκδηλώθηκαν ως αντίδραση σε επιθέσεις αντάρτικων ομάδων». [3]
[1] Παρατίθεται από το: Dieter Begemann, «Tatort Distomo. Eine Maßnahme im Rahmen der Kriegführung und wie man dagegen immun wird», στο: Karl Giebeler κ.ά. (επιμ.), Versöhnung ohne Wahrheit? Deutsche Kriegsverbrechen in Griechenland im Zweiten Weltkrieg, Εκδόσεις Bibliopolis, Μάνχαϊμ και Μαίνεζεε 2001, σ. 30.
[2] Παρατίθεται από το: Anestis Nessou, Griechenland 1941-1944, Deutsche Besatzungspolitik und Verbrechen gegen die Zivilbevölkerung – eine Beurteilung nach dem Völkerrecht, Εκδόσεις V&R unipress, Γκαίττινγκεν 2009, σ. 229.
[3] Παρατίθεται από το: Argyris Sfountouris, Trauer um Deutschland. Reden und Aufsätze eines Überlebenden, Εκδόσεις Königshausen & Neumann, Βύρτσμπουργκ 2015, σ. 87.
Πηγή: Sabine Bade, «Distomo», ιστότοπος Gedenkorte Europa 1939-1945↵ (Ευρωπαϊκοί τόποι μνήμης 1939-1945), ημερομηνία πρόσβασης: 22 Απριλίου
Φωτογραφικό αρχείο από τη συνάντηση μαθητών της ΓΣΑ και του ΓΕΛ Διστόμου, 2015
Γύργκεν Στρόοπ (1895-1952), αντιστράτηγος των Ες Ες και εγκληματίας
Ο Γύργκεν (γενν. Γιόζεφ) Στρόοπ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1895 στο Ντέτμολντ της σημερινής Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Μετά την αποφοίτησή του από το δημοτικό σχολείο, εργάστηκε ως μαθητευόμενος στην Υπηρεσία Κτηματολογίου της πόλης, προτού καταταγεί εθελοντής στον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), απ’ όπου επέστρεψε με τον βαθμό του επιλοχία. Κατόπιν, εργάστηκε και πάλι στην Υπηρεσία Κτηματολογίου του Ντέτμολντ έως το 1933, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα προσχώρησε στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και στα Ες Ες. Αφού υπηρέτησε σε διάφορες διοικητικές θέσεις, το 1938 προήχθη σε συνταγματάρχη των Ες Ες και το 1942 σε ταξίαρχο των Ες Ες και υποστράτηγο της Αστυνομίας.
Την ίδια χρονιά, ο Στρόοπ διορίστηκε Αρχηγός των Ες Ες και της Αστυνομίας στο Λέμπεργκ, το σημερινό Λβιβ της Ουκρανίας, στη διοικητική περιφέρεια της Ανατολικής Γαλικίας του Γενικού Κυβερνείου. Από τις 19 Απριλίου έως τις 16 Μαΐου 1943 ήταν υπεύθυνος για την κατάπνιξη της εξέγερσης στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας. Υπό τον τίτλο Δεν υπάρχει πλέον εβραϊκή συνοικία στη Βαρσοβία, ο Στρόοπ συνέταξε εις τριπλούν μια λεπτομερή έκθεση για την εκκαθαριστική επιχείρηση και απέστειλε το ένα από τα τρία αντίγραφα στον Χίμλερ. Μεταξύ άλλων, από την έκθεση του Στρόοπ σώζονται 53 φωτογραφίες με κυνικές ιδιόχειρες λεζάντες. Η φωτογραφία του τρομαγμένου Εβραιόπουλου με τα χέρια σηκωμένα ψηλά συγκαταλέγεται στα πιο γνωστά φωτογραφικά ντοκουμέντα του 20ού αιώνα. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Στρόοπ παρέμεινε Αρχηγός των Ες Ες και της Αστυνομίας στη Βαρσοβία.
Ο κατηγορούμενος Γύργκεν Στρόοπ, πρώην αντιστράτηγος των Ες Ες και υπεύθυνος για τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης στο γκέτο της Βαρσοβίας, κατά τη διάρκεια της δίκης του τον Ιούλιο του 1951. Φωτό: αγνώστου φωτογράφου. Πηγή: Kazimierz Moczarski, Rozmowy z katem (Συνομιλίες με ένα δήμιο), Βαρσοβία 1981, Wikimedia Commons↵
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1943, ο Στρόοπ στάλθηκε στην Αθήνα και ήταν ο πρώτος που κατέλαβε το αξίωμα του Ανώτερου Αρχηγού των Ες Ες και της Αστυνομίας στην Ελλάδα. Θεωρητικά, τελούσε υπό τις διαταγές του Στρατιωτικού Διοικητή των γερμανικών δυνάμεων στη χώρα. [1] Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και σε συνεργασία με τον διαβόητο λοχαγό των Ες Ες, Ντίτερ Βισλιτσένυ, επικεφαλής του Τμήματος Εβραϊκών Υποθέσεων (IV B4), ο Στρόοπ δρομολόγησε τις διώξεις του εβραϊκού πληθυσμού στις πρώην ιταλικές ζώνες κατοχής της Ελλάδας. Όταν τον Μάρτιο του 1943 ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνός (1891-1949), διαμαρτυρήθηκε γραπτώς στον Στρόοπ για τις διώξεις των Ελληνοεβραίων, εκείνος απείλησε ότι θα τον τουφεκίσει. Η απάντηση του Δαμασκηνού βρίσκεται σήμερα χαραγμένη στο βάθρο του ανδριάντα του, απέναντι από τη Μητρόπολη των Αθηνών: «Οι Ιεράρχες της Ελλάδος δεν τυφεκίζονται, απαγχονίζονται. Να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν». Στις 3 Οκτωβρίου 1943, ο Στρόοπ διέταξε την απογραφή όλων των Εβραίων τόσο στις πρώην ιταλοκρατούμενες περιοχές όσο και στην Αθήνα, και μάλιστα επί ποινή θανάτου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Τον Νοέμβριο του 1943, ο Στρόοπ μετατέθηκε στο Βισμπάντεν και τοποθετήθηκε Ανώτερος Αρχηγός των Ες Ες και της Αστυνομίας στο διοικητικό διαμέρισμα της Δυτικής Ρηνανίας.
Ο Στρόοπ συνελήφθη από τους Αμερικανούς στις 8 Μαΐου 1945. Στις δίκες που διεξήχθησαν από έκτακτο στρατοδικείο των ΗΠΑ στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ντάχαου από τις 10 Ιανουαρίου έως τις 21 Μαρτίου 1947, ο Στρόοπ καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του σε φόνους πληρωμάτων αμερικανικών αεροσκαφών, αλλά δεν κλήθηκε να λογοδοτήσει για την εγκληματική δράση του στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ποινή δεν εκτελέστηκε, επειδή είχε ζητηθεί η έκδοσή του στην Πολωνία, προκειμένου να δικαστεί για τη σφαγή στο γκέτο της Βαρσοβίας. Στις 23 Ιουλίου 1951, καταδικάστηκε εκ νέου σε θάνατο και απαγχονίστηκε στις 6 Μαρτίου 1952.
[1] Hagen Fleischer, Im Kreuzschatten der Mächte – Griechenland 1941-1944, Εκδόσεις Peter Lang, Φρανκφούρτη, Βέρνη και Νέα Υόρκη 1986, σ. 372.
Πηγή: Sabine Bade, «Stroop, Jürgen (1895-1952)», ιστότοπος Gedenkorte Europa 1939-1945↵ (Ευρωπαϊκοί τόποι μνήμης 1939-1945), ημερομηνία πρόσβασης: 22 Απριλίου 2020