LOGO2

Μιλώντας για τον φυσικό του πατέρα, ο Μάρκους γράφει στο βιογραφικό του σημείωμα ότι στον Α‘ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταφέρθηκε οικειοθελώς ως αιχμάλωτος στο Γκαίρλιτς, στο σημερινό γερμανικό κρατίδιο της Σαξονίας, όπου γνώρισε την κατοπινή του σύζυγο, η οποία καταγόταν από αγροτική οικογένεια και είχε γεννηθεί στην Ανατολική Πρωσία. Τι κρύβεται, όμως, πίσω από αυτή την πράγματι παράξενη ιστορία στο περιθώριο του Α‘ Παγκοσμίου Πολέμου; Για ποιους λόγους αρνήθηκαν Έλληνες στρατιώτες να πολεμήσουν εναντίον της Γερμανίας, προτιμώντας να παραδοθούν με τη θέλησή τους και να καταλήξουν σε γερμανική αιχμαλωσία; Πώς κυλούσε η ζωή των Ελλήνων στο Γκαίρλιτς και με ποιες εμπειρίες επέστρεψαν αργότερα στην πατρίδα τους ; Για να πάρουμε απαντήσεις, κρίναμε σκόπιμο να ακολουθήσουμε τα ίχνη τους.

✎ Έρευνα: Αγγελική-Μαρία Καραγιάννη, Αλεξάνδρα Ευθυμίου, Θωμάς-Αλέξανδρος Καράλης

Η πύλη του στρατοπέδου αιχμαλώτων στο Γκαίρλιτς, με την επιγραφή «Χαίρετε!». Γεράσιμος Αλεξάτος, «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», Clioturbata, 13 Μαρτίου 2017

Θερμή υποδοχή από τους κατοίκους του Γκαίρλιτς

Τον Σεπτέμβριο του 1916, το Δ′ Σώμα Στρατού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων βρέθηκε εγκλωβισμένο στην Καβάλα , ενώ λίγο αργότερα παραδόθηκε οικειοθελώς στους Γερμανούς. Οι Έλληνες στρατιώτες μεταφέρθηκαν στο Γκαίρλιτς ως «φιλοξενούμενοι της κυβέρνησης του Ράιχ» και έγιναν δεκτοί με αισθήματα φιλοξενίας.

Δημοσίευμα του Berthold Seewald, Die Welt, 5 Οκτωβρίου 2016

Συνολικά, περισσότεροι από 6.000 στρατιώτες βρήκαν χείρα βοηθείας στην τότε πρωσική πόλη του Γκαίρλιτς. Η πρώτη αποστολή έφτασε στην πόλη στις 28 Σεπτεμβρίου 1916, με 22 αξιωματικούς, 427 οπλίτες και μια χούφτα γυναικόπαιδα, όπως έγραψε τότε η τοπική εφημερίδα Görlitzer Nachrichten. «Κατά την άφιξη του συρμού στον σιδηροδρομικό σταθμό, η μπάντα έπαιζε τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας». Επομένως, δεν χωρά αμφιβολία ότι οι Έλληνες που έφτασαν τότε στην Άνω Λουσατία ήταν καλοδεχούμενοι από τους 90.000 κατοίκους της πόλης.

Η ιστορία των Ελλήνων του Γκαίρλιτς αρχίζει με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Η Ελλάδα και η Βουλγαρία, πρώτα σύμμαχοι και αργότερα αντίπαλοι, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να προσαρτήσουν την οθωμανική επαρχία της Μακεδονίας, η καθεμιά για λογαριασμό της. Η αρχική επιτυχία της Ελλάδας με την υποστήριξη της Σερβίας ώθησε τη Βουλγαρία να προσχωρήσει το 1915 στις Κεντρικές Δυνάμεις και να εισέλθει στον Α‘ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη Γερμανία και την Αυστρία στο πλευρό τους, οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία. Όμως, ο πραγματικός τους στόχος ήταν η Μακεδονία και η κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Eνάντια στην αμετακίνητη θέση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α‘, ο οποίος ήθελε να διατηρήσει πάση θυσία την ουδετερότητα της Ελλάδας, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος συναίνεσε στην απόβαση γαλλοβρετανικών στρατευμάτων της Αντάντ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μετά την ήττα και την αποχώρησή τους από τη χερσόνησο της Καλλίπολης. Αν και έφθασαν πολύ αργά, για να σώσουν τη Σερβία από την κατάρρευση, ενίσχυσαν τις θέσεις τους στη Μακεδονία, με σκοπό να ανακόψουν την προέλαση των Κεντρικών Δυνάμεων. Όταν τον Αύγουστο του 1916 η Ρουμανία συμπαρατάχθηκε με την Αντάντ, η Αυστρία κήρυξε στη χώρα τον πόλεμο, ενώ οι Βούλγαροι προωθήθηκαν αιφνιδιαστικά προς τον Νότο, υποστηριζόμενοι από γερμανικά στρατεύματα. Το Δ′ Σώμα Στρατού εγκλωβίστηκε στην Καβάλα από δύο μεραρχίες των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων.

Ο διοικητής του Δ′ Σώματος Στρατού, συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, έμεινε πιστός στις διαταγές του βασιλιά Κωνσταντίνου Α′, απορρίπτοντας τις ενστάσεις μιας μερίδας φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Αντ’ αυτού, κίνησε γη και ουρανό, για να μεταφέρει το στράτευμα με ασφάλεια στη λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα. Ωστόσο, ο χρόνος πίεζε, διότι οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν εν τω μεταξύ ενισχυθεί από κομιτατζήδες, οι οποίοι λυμαίνονταν την περιοχή.

Η ανησυχία των Ελλήνων στρατιωτών μπροστά στο ενδεχόμενο να καταλήξουν αιχμάλωτοι των Βουλγάρων έσπρωξε τον Χατζόπουλο να διαπραγματευτεί με τους Βρετανούς τη μεταφορά των αντρών του στη Θάσο. Όταν εκείνοι του διαβίβασαν την πρόθεση να φυγαδεύσουν μέσω θαλάσσης μόνο όσους ήταν πρόθυμοι να ταχθούν υπέρ του Βενιζέλου και να ενωθούν με τους κινηματίες της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ξέσπασε στο στράτευμα πανικός.

Με τη μεσολάβηση του βασιλικού Υπουργείου επί των Στρατιωτικών στην Αθήνα, οι Βρετανοί δέχτηκαν τελικά να μεταφέρουν ολόκληρο το Δ′ Σώμα Στρατού στη Θάσο. Όπως, όμως, το θέλησε η τύχη (ή ένας Γερμανός πράκτορας), η διαταγή για την εκκένωση της Καβάλας δεν έφτασε ποτέ στον Χατζόπουλο. Εξάλλου, ο ίδιος είχε ήδη έρθει σε συμφωνία με τον Γερμανό σύνδεσμο των Βουλγάρων, ταγματάρχη Βόλφγκανγκ φον Σβάινιτς. Κατ’ εντολή της νέας ηγεσίας των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων υπό τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ και τον Έριχ Λούντεντορφ, δόθηκαν στον Χατζόπουλο εγγυήσεις ότι οι Έλληνες στρατιώτες θα μεταφερθούν σιδηροδρομικώς στη Γερμανία ως «φιλοξενούμενοι της κυβέρνησης του Ράιχ».

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1916, περισσότεροι από 6.000 στρατιώτες και 400 αξιωματικοί ξεκίνησαν τον ταξίδι τους προς τον Βορρά, ενώ τουλάχιστον 3.000 άντρες κατάφεραν να διαφύγουν στη Θάσο, για να ενωθούν κατόπιν είτε με τους φιλοβενιζελικούς στρατιώτες στη Θεσσαλονίκη είτε με τα βασιλικά στρατεύματα στο Νότο της Ελλάδας. Χρειάστηκαν συνολικά δέκα αμαξοστοιχίες, για να μεταφέρουν τους άντρες του Δ′ Σώματος Στρατού στο Γκαίρλιτς, το οποίο είχε επιλεγεί ως τόπος υποδοχής των αιχμαλώτων, σε συνεννόηση με την ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο. Το εξουθενωτικό ταξίδι διήρκεσε δώδεκα ημέρες.

Ο βασιλιάς της Ελλάδας και το υπουργικό συμβούλιο της χώρας πληροφορήθηκαν την απόφαση του Χατζόπουλου, όταν οι άντρες του βρίσκονταν ήδη στον δρόμο για το Γκαίρλιτς. Στο επίσημο ανακοινωθέν τους, οι δυνάμεις της Αντάντ καταδίκασαν το γεγονός, κάνοντας λόγο για «επονείδιστη λιποταξία, ανταρσία, επιορκία και προδοσία».

Η άφιξη του Δ′ Σώματος Στρατού στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γκαίρλιτς τον Σεπτέμβριο του 1916. Γεράσιμος Αλεξάτος, «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», Clioturbata, 13 Μαρτίου 2017

Φτάνοντας στο Γκαίρλιτς, οι Έλληνες αξιωματικοί βρήκαν κατάλυμα σε ιδιωτικές κατοικίες, ενώ οι απλοί φαντάροι έμειναν σε στρατώνες. Μια ημερήσια εφημερίδα κυκλοφορούσε στην ελληνική γλώσσα. Για τους καταστηματάρχες, οι «φιλοξενούμενοι» ήταν ευπρόσδεκτοι πελάτες, δεδομένου ότι μισθοδοτούνταν από ειδικά κονδύλια του γερμανικού δημόσιου ταμείου, τα οποία άγγιξαν στο τέλος του Α′ Παγκοσμίου Πολέμου τα 10.870.000 μάρκα. Η ταβέρνα Die Drei Raben (Τα τρία κοράκια) σερβίριζε ελληνικό κρασί, ενώ ο ιστορικός Χάιντς Α. Ρίχτερ παρατηρεί ότι «καθώς οι περισσότεροι ντόπιοι έλειπαν στον πόλεμο, ο νεαρός γυναικείος πληθυσμός του Γκαίρλιτς δεν άργησε να εκδηλώσει ζωηρό ενδιαφέρον για τους θερμόαιμους άντρες από τον Νότο», κάτι που επιβεβαιώνεται και από τους πολυάριθμους μεικτούς γάμους.

Ένας Γερμανός καθηγητής παρέδιδε στους αιχμαλώτους μαθήματα γερμανικών και κατέγραφε ελληνικά τραγούδια, καθώς και ήθη και έθιμα της Ελλάδας. Χιλιάδες Έλληνες απασχολούνταν στη γεωργία και στη βιομηχανία, έχοντας μάλιστα ίσες απολαβές με τους Γερμανούς συναδέλφους τους.

Πηγή: Berthold Seewald, «Die Griechen von Görlitz»↵, Die Welt, 5 Οκτωβρίου 2016, ημερομηνία πρόσβασης: 20 Φεβρουαρίου 2020

Για να καταλάβουμε γιατί η έκθεση ιδεών του μαθητή Μάρκους είναι τόσο δηλητηριασμένη από την ιδεολογία και τη γλώσσα του ναζισμού, μια γλώσσα που φανερώνει περιφρόνηση για τον άνθρωπο και είναι για εμάς πέρα για πέρα κατακριτέα, χρειάζεται να εξετάσουμε τις προθέσεις και τους σκοπούς της ιστορικής θεώρησης στο πλαίσιο του εθνικοσοσιαλιστικού εκπαιδευτικού συστήματος και να προσεγγίσουμε την έκθεση υπό το πρίσμα της ναζιστικής κοσμοθεωρίας. Στη συνέχεια, θα βρείτε πληροφορίες για το μάθημα της Ιστορίας στα χρόνια του ναζισμού.

Η ναζιστική θέαση της Ιστορίας στην έκθεση ιδεών για τις απολυτήριες εξετάσεις του Μάρκους

Φωτό: Αρχείο Γερμανικής Σχολής Αθηνών

Σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας στα χρόνια του ναζισμού ήταν να εξηγήσει, να αιτιολογήσει και να νομιμοποιήσει στα μάτια των μαθητών την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία, αποβλέποντας στην ευθυγράμμιση των νέων με τη ναζιστική ιδεολογία. Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, η κριτική αντιπαράθεση με την Ιστορία ήταν ανεπιθύμητη. Στο ίδιο πνεύμα, η έκθεση ιδεών για τις απολυτήριες εξετάσεις του τελειόφοιτου μαθητή Μάρκους αντικατοπτρίζει τη ναζιστική θέαση και ερμηνευτική προσέγγιση της Ιστορίας. Ως εκ τούτου, ο Μάρκους διατυπώνει την άποψη ότι «οι λαοί της Ευρώπης θα ενωθούν, για να συγκροτήσουν τη μεγάλη οικογένεια των ινδογερμανικών εθνών υπό την ηγεσία της Γερμανίας», προκειμένου να αναχαιτίσουν την επίθεση των εχθρικών ηπείρων και να αποτρέψουν μια βίαιη φυλετική σύγκρουση με την Ασία. Εντύπωση προκαλεί, όμως, και η γλώσσα του μαθητή, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μεταχειρίζεται τη διαδεδομένη ορολογία του ναζιστικού καθεστώτος και μιλά για τη «νέγρικη ήπειρο της Αφρικής» ή την «αποβορειοποίηση» (Entnordung) των Γάλλων, δηλαδή τη βαθμιαία απώλεια του βόρειου ή άριου γονότυπου λόγω έλλειψης φυλετικής καθαρότητας. Εδώ φαίνεται πόσο σημαντική ήταν για το καθεστώς η διείσδυση της φυλετικής θεωρίας στο μάθημα της Ιστορίας και σε τι βαθμό δηλητηρίαζε τη γλώσσα, κατασκεύαζε τεχνητούς εχθρούς και καλλιεργούσε στους μαθητές το αίσθημα της φυλετικής υπεροχής. Η κατωτερότητα των άλλων λαών και φυλών θεωρούνταν αυτονόητη. Το ναζιστικό καθεστώς απέδιδε τη γένεση του πολιτισμού στη βόρεια (άρια) φυλή και χρησιμοποιούσε το μάθημα της Ιστορίας, για να μεταδώσει στους μαθητές τη φυλετική θέαση της Ιστορίας. Παιδαγωγικός στόχος του ναζισμού ήταν να ξυπνήσει στους μαθητές «το αίσθημα της υπερηφάνειας και τη συνείδηση ότι στις φλέβες τους κυλά το ίδιο αίμα με τους ήρωες του Βορρά».1 Από την άλλη, εξίσου σημαντικό ήταν να ενστερνιστούν οι μαθητές την ιδέα ότι «κάθε αλλόφυλο στοιχείο προέρχεται από το αρχαίο πνεύμα του φυλετικού χάους και έχει προσκολληθεί στο εθνικό μας σώμα επιβιώνοντας ανά τους αιώνες ως παρασιτική μορφή ζωής»2 και πρέπει, συνεπώς, να εκριζωθεί και να εξαλειφθεί, «προκειμένου οι Γερμανοί να επιστρέψουν συνειδητά στις αρχέγονες αξίες τους και στα φυλετικά τους ορμέμφυτα».3

Βιβλιογραφικές παραπομπές:

1 Jens Waibel, Die deutschen Auslandsschulen – Materialien zur Außenpolitik des Dritten Reiches [Τα γερμανικά σχολεία του εξωτερικού – Τεκμήρια για την εξωτερική πολιτική του Τρίτου Ράιχ], διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Πολιτιστικών Επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Viadrina, Φρανκφούρτη (Όντερ) 2010, σσ. 260 κ.ε.

2 Αυτ., σ. 261 κ.ε.

3 Αυτ., σ. 261 κ.ε.

Η εθνικοσοσιαλιστική διδασκαλία της Ιστορίας

Ο ανασχεδιασμός του μαθήματος της Ιστορίας για τα γερμανικά σχολεία του εξωτερικού στηρίχτηκε στις οδηγίες του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών και στον νέο κανονισμό εξετάσεων της 15ης Μαρτίου 1935 για τα δευτεροβάθμια σχολεία του εξωτερικού. Ο δρ Κάιερ, καθηγητής στο Γερμανικό Γυμνάσιο του Μιλάνου, και ο δρ Μπύρλεν, καθηγητής στη Γερμανική Σχολή του Λα Πας της Βολιβίας, συνέβαλαν καθοριστικά στην επιλογή της διδακτικής ύλης και στον σχεδιασμό ενός νέου βιβλίου Ιστορίας για τα γερμανικά σχολεία του εξωτερικού. Το ενδεχόμενο υιοθέτησης ενός ενιαίου βιβλίου Ιστορίας εξετάστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια, αποτελώντας μάλιστα αντικείμενο μιας σειράς εισηγήσεων στην εκπαιδευτική επιθεώρηση Die Deutsche Schule im Auslande [Το γερμανικό σχολείο της αλλοδαπής]. Το βασικό πρόβλημα του εθνικοσοσιαλιστικού μαθήματος της Ιστορίας στα σχολεία του εξωτερικού εντοπιζόταν στο γεγονός ότι η διδακτική ύλη έπρεπε να περιλαμβάνει τρεις μεγάλες ενότητες, αφού, εκτός από τη γερμανική και την παγκόσμια Ιστορία, οι μαθητές είχαν να διδαχθούν και την ιστορία του τόπου τους. Όπως όριζε το εκπαιδευτικό σύστημα της εκάστοτε χώρας, η τελευταία ήταν υποχρεωτικό μάθημα στο πρόγραμμα διδασκαλίας και διδασκόταν συνήθως από γηγενείς καθηγητές στην τοπική γλώσσα.

Φωτό: Αρχείο Γερμανικής Σχολής Αθηνών

Αντίθετα, η γερμανική και η παγκόσμια Ιστορία διδάσκονταν από Γερμανούς εκπαιδευτικούς. Στην εργασία του, με τίτλο «Η διδασκαλία της Ιστορίας στα γερμανικά σχολεία της Νότιας Αμερικής», ο δρ Ντάιμλ, καθηγητής στη Γερμανική Σχολή του Ρίο ντε Τζανέιρο, εισηγήθηκε τη συγχώνευση των τριών ενοτήτων και πρότεινε ένα λειτουργικό μοντέλο διδασκαλίας για τα γερμανικά σχολεία της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, καθώς και την αντίστοιχη διδακτική ύλη για την 6η έως την 11η τάξη. Η εισήγηση του δρα Ντάιμλ εστίαζε στην ανάγκη να αναδειχθούν οι παραλληλίες ανάμεσα στις ιστορικές περιόδους της γερμανικής και της τοπικής Ιστορίας, καθώς και οι ιστορικοί δεσμοί της εκάστοτε χώρας με την ευρωπαϊκή της μητρόπολη. Για παράδειγμα, οι μαθητές της 6ης τάξης μάθαιναν, μεταξύ άλλων, για τις μεγάλες προσωπικότητες οι οποίες είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο στην ιστορία της Γερμανίας όσο και στην ιστορία της εκάστοτε χώρας. Για την 7η τάξη, ο δρ Ντάιμλ πρότεινε να διδάσκεται στο μάθημα της Ιστορίας αφενός η ιστορία των ινδογερμανικών και γερμανικών φύλων και αφετέρου η ιστορία της παλαιοϊδανικής ή παλαιοαμερικανικής περιόδου. Ομοίως, ένας άλλος εκπαιδευτικός ονόματι Άλφρεντ Μάγερ διατύπωνε στην εισήγησή του την άποψη ότι τέτοιου είδους παραλληλίες συμβάλλουν στην αφύπνιση του ενδιαφέροντος των μαθητών για την ιστορία του λαού της οικοδέσποινας χώρας. Τα επόμενα χρόνια, το μάθημα της Ιστορίας συνέχισε να διαβρώνεται ολοένα και περισσότερο από τη διδασκαλία της φυλετικής αγωγής. Οι σχετικές διατάξεις του γερμανικού Υπουργείου Παιδείας, οι οποίες είχαν τεθεί σε ισχύ από τις 15 Ιανουαρίου 1935, ήταν δεσμευτικές και για τους γερμανόπαιδες που φοιτούσαν σε σχολεία του εξωτερικού. Έκτοτε, στο μάθημα της Ιστορίας δεν εξεταζόταν μόνο το γενεαλογικό δέντρο των μαθητών, αλλά και η γενεαλογία διάσημων αντρών. Στην εισήγησή του, με τίτλο «Η διδασκαλία της Ιστορίας στα γερμανικά σχολεία της αλλοδαπής», ο Άλφρεντ Μάγερ τάχθηκε υπέρ της εν λόγω πρακτικής, θεωρώντας ότι αποτελούσε ασπίδα προστασίας απέναντι στις αφομοιωτικές τάσεις των Γερμανών.

Το εκπαιδευτικό σύστημα στα γερμανικά σχολεία του εξωτερικού

Όπως διατεινόταν ο Άλφρεντ Μάγερ, η ανάδειξη του ιστορικού ρόλου της Γερμανίας θα οδηγούσε στην εδραίωση της «φυλετικής υπερηφάνειας» στην κατοπινή ζωή των μαθητών. Επομένως, έκρινε σκόπιμη τη μύηση των μαθητών στον αξιακό κόσμο του γερμανικού πνεύματος, και μάλιστα με αγάπη και αίσθημα υπερηφάνειας. Στην εισήγησή του, με τίτλο «Φυλή – Κοσμοθεωρία – Ιστορία», η οποία δημοσιεύθηκε το 1939 στην επιθεώρηση Der Deutsche Erzieher im Ausland [Ο Γερμανός εκπαιδευτικός της αλλοδαπής], ο Ρόλαντ Φάρβιγκ έθεσε τις βάσεις για το μοντέρνο εθνικοσοσιαλιστικό μάθημα της Ιστορίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, το μάθημα της Ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν «τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον», ενώ τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονταν πάντοτε από την οπτική γωνία της εκάστοτε κοσμοθεωρίας. Επομένως, απαραίτητο στοιχείο για τη διδασκαλία της Ιστορίας ήταν η «φυλετική θέαση της Ιστορίας», δεδομένου ότι οι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του ανθρώπου ορίζονταν από τη φυλετική του ταυτότητα. Οι φυλετικές έρευνες των προηγούμενων δεκαετιών, συνεχίζει ο Φάρβιγκ, έχουν θέσει τις βάσεις για μια μοντέρνα, εθνοφυλετική θέαση της Ιστορίας. Ο ίδιος αποδίδει τη γένεση του πολιτισμού στη βόρεια φυλή, όπως είχε ήδη ορίσει το 1933 ο υπουργός Εσωτερικών του Τρίτου Ράιχ, Βίλχελμ Φρικ, στις κατευθυντήριες γραμμές για το μάθημα της Ιστορίας. Όπως παρατηρεί στη συνέχεια ο Φάρβιγκ, αποστολή του μοντέρνου μαθήματος της Ιστορίας είναι να μεταδώσει στους μαθητές τη φυλετική θέαση της Ιστορίας και να τους ξυπνήσει «το αίσθημα της υπερηφάνειας και τη συνείδηση ότι στις φλέβες τους κυλά το ίδιο αίμα με τους ήρωες του Βορρά». Από την άλλη, εξίσου σημαντικό για τον Φάρβιγκ είναι να ενστερνιστούν οι μαθητές την ιδέα ότι «κάθε αλλόφυλο στοιχείο προέρχεται από το αρχαίο πνεύμα του φυλετικού χάους και έχει προσκολληθεί στο εθνικό μας σώμα επιβιώνοντας ανά τους αιώνες ως παρασιτική μορφή ζωής» και πρέπει, συνεπώς, να εκριζωθεί και να εξαλειφθεί, «προκειμένου οι Γερμανοί να επιστρέψουν συνειδητά στις αρχέγονες αξίες τους και στα φυλετικά τους ορμέμφυτα». Η διατύπωση αυτή καταδεικνύει με σαφήνεια τα αντισημιτικά αισθήματα του Φάρβιγκ. Για το πρακτικό μέρος του μαθήματος της Ιστορίας, το ζητούμενο ήταν να διδαχθούν οι μαθητές τα καθοριστικά γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία και στην εξέλιξη του γερμανικού έθνους. «Ως εκ τούτου», προσθέτει ο Φάρβιγκ, «το μάθημα της Ιστορίας πρέπει να επικεντρωθεί ολοκληρωτικά στην ανάδειξη των σημαντικών εξελικτικών σταδίων του έθνους και να αφήσει κατά μέρος κάθε τι επουσιώδες, κάθε ζήτημα ελάσσονος σημασίας». Με άλλα λόγια, ο Φάρβιγκ απαιτεί από τη διδασκαλία της Ιστορίας να επικεντρωθεί στην ουσία και να μην αναλώνεται σε ιστορικές λεπτομέρειες. Επομένως, αποκλειστικός σκοπός του μαθήματος της Ιστορίας είναι να μεταδώσει στους μαθητές την εθνικοσοσιαλιστική, εθνοφυλετική αντίληψη της Ιστορίας, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία και στον αγώνα του άριου γερμανικού έθνους ενάντια στις αλλόφυλες πολιτικές δυνάμεις και κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις. Ο Φάρβιγκ διατυπώνει τους δύο στόχους της διδασκαλίας: «Πρώτον, ευθυγράμμιση του ατόμου με τη μία και αληθινή, φυλετική ερμηνεία της Ιστορίας, αφύπνιση της φυλετικής συνείδησης και απόλυτη αφοσίωση στη θεία αποστολή της ύπαρξής του. Δεύτερον, ικανότητα για ουσιαστική πολιτική δράση και κρίση, μέσα από την εξοικείωση με τη μεγαλειώδη εξελικτική πορεία του έθνους, ένταξη του ατόμου στη γερμανική εθνική κοινότητα και συνειδητοποίηση της χρονικής και διαχρονικής της υπόστασης ως προϋπόθεσης για την εκπλήρωση της διαιώνιας και οικουμενικής αποστολής του έθνους μας».

Στο «κλασικό» μάθημα της Ιστορίας εξετάζονταν και οι τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται για μια έξυπνη κίνηση του ναζιστικού μηχανισμού προπαγάνδας, δεδομένου ότι επέτρεπε στο Τρίτο Ράιχ να προβάλλει με εξωστρέφεια τις επιδόσεις του και στο εξωτερικό. Μάλιστα στην εργασία του «Ο ρόλος του Τύπου στο μάθημα της Ιστορίας», ο Βάλτερ Χάμαν κρίνει σκόπιμο να αφιερωθεί «μία διδακτική ώρα στην πολιτική επικαιρότητα» και προτείνει ως ανάγνωσμα μια ημερήσια ναζιστική εφημερίδα. Από τη μεριά του, ο αρχισυντάκτης της εκπαιδευτικής επιθεώρησης Der Deutsche Erzieher im Ausland προκρίνει για τα σχολεία του εξωτερικού την εβδομαδιαία επιθεώρηση Der Zeitspiegel. Όπως επισημαίνει ο Χάμαν, τα κατάλληλα αναγνώσματα θα παροτρύνουν τη νεολαία να αξιολογήσει τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και να συμμετάσχει στο «σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι».

Φωτό: Αρχείο Γερμανικής Σχολής Αθηνών

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η νέα διδασκαλία της Ιστορίας δεν θα περιορίζεται μόνο σε ιστορικά ζητήματα, δεδομένου ότι η «Ιστορία εν τω γίγνεσθαι» μιλά από μόνη της. Κατά τη διεξαγωγή του μαθήματος, ο καθηγητής πρότεινε ένα θέμα προς συζήτηση και έδινε τη σκυτάλη σε κάποιον μαθητή, ο οποίος αναλάμβανε να το αναπτύξει. Κατόπιν ακολουθούσε συζήτηση με όλη την τάξη ή σύντομη διάλεξη του εκπαιδευτικού. Ο Χάμαν κρίνει απαραίτητη την εξέταση καίριων ζητημάτων της γερμανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, όπως, για παράδειγμα, «ο αγώνας για την αύξηση της παραγωγής: γερμανική διαχείριση πρώτων υλών και αποεβραιοποίηση της οικονομίας», ενώ προσθέτει ότι «το έτος 1938 είναι μια χρονιά πολιτικών θριάμβων στην εξωτερική μας πολιτική και αποτελεί την αφετηρία μιας νέας εποχής». Κατά τη γνώμη του, η πολιτική διαπαιδαγώγηση εμπλουτίζει το μάθημα της Ιστορίας, δεδομένου ότι επιτρέπει συγκρίσεις ανάμεσα στην πολιτική επικαιρότητα και σε ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εποχής αποτελεί η διδακτική ύλη της Ιστορίας στη 12η τάξη του Γερμανικού Γυμνασίου της Ρώμης κατά το σχολικό έτος 1938-1939. Με χρονολογική σειρά, εξετάζονταν η εποχή του Μέττερνιχ, η περίοδος του Μπίσμαρκ και του Νέου Ιμπεριαλισμού, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εποχή της Γερμανικής Αφύπνισης και η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Η ενότητα για τη Γερμανική Αφύπνιση πραγματευόταν διεξοδικά την «ειρήνη καθ’ υπαγόρευση της Συνθήκης των Βερσαλλιών» και τις επιπτώσεις της, την εμφάνιση του πολυκομματικού συστήματος και τη γέννηση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στον αγώνα του Χίτλερ για την εξουσία. Στο τελευταίο μέρος της συγκεκριμένης ιστορικής ενότητας, εξετάζονταν μια σειρά από θέματα, όπως «Ένα έθνος, ένα Ράιχ, ένας Φύρερ», «Η εξωτερική πολιτική του Τρίτου Ράιχ», «Οι νέες ένοπλες δυνάμεις και η στρατιωτική κυριαρχία» και «Η Μεγάλη Γερμανία». Οι σχολικοί χάρτες που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε για το μάθημα της Ιστορίας αντικαταστάθηκαν σταδιακά από νέους. Όπως επισημαίνεται και στην ετήσια έκθεση του Γερμανικού Γυμνασίου της Ρώμης για το διδακτικό έτος 1937-1938, κατά την προμήθεια του διδακτικού υλικού δόθηκε μεγαλύτερο βάρος σε θέματα ιστορικού περιεχομένου, όπως «Η γερμανική προϊστορία», «Η γέννηση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και η δυναμική του στην εξωτερική πολιτική», «Το γερμανικό έθνος από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα» και «Ιστορία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου».

Πηγή: Jens Waibel, Die deutschen Auslandsschulen – Materialien zur Außenpolitik des Dritten Reiches [Τα γερμανικά σχολεία του εξωτερικού – Τεκμήρια για την εξωτερική πολιτική του Τρίτου Ράιχ], διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Πολιτιστικών Επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Viadrina, Φρανκφούρτη (Όντερ) 2010, σσ. 260 κ.ε., ημερομηνία πρόσβασης: 22 Φεβρουαρίου 2020.

Γερμανική Σχολή Αθηνών

Δημοκρίτου 6 & Γερμανικής Σχολής Αθηνών

151 23 Μαρούσι

Τηλεφωνικό κέντρο: (+30) 210 6199260-5,

νέο τηλεφωνικό κέντρο (+30) 211 7774500

Φαξ: (+30) 210 619 9267

E-Mail: sekretariat@dsathen.gr