LOGO2

«Με τη συσκότιση στο πολιτικό τοπίο της χώρας, οι προοπτικές μου στη Γερμανία άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αμφίβολες, έτσι ώστε, αφού τον Σεπτέμβριο του 1932 τέθηκα από το Πρωσικό Υπουργείο Παιδείας  σε τριετή διαθεσιμότητα, ζήτησα να μετατεθώ σε σχολείο του εξωτερικού».

Η παραπάνω φράση φανερώνει ότι σχεδόν ένα εξάμηνο πριν από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) στην εξουσία, ο Ερνστ Λίχτενσταϊν είχε διαισθανθεί ότι το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο. Όπως γνωρίζουμε σήμερα, ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που εκτίμησαν σωστά τους κινδύνους από το στρατόπεδο της γερμανικής ακροδεξιάς. Ο Λίχτενσταϊν επέλεξε να ξεφύγει από αυτή τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Πολλοί από τους συγκαιρινούς του υποτίμησαν την ορμητική δύναμη και την ικανότητα επιβολής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα να πέσουν θύματα του αντισημιτισμού και να υποστούν ανελέητους διωγμούς, με στέρηση των δικαιωμάτων τους, εκτοπισμούς και εξόντωση. Στην ενότητα που ακολουθεί μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τη μεθοδική αφαίρεση των δικαιωμάτων από τους Εβραίους πολίτες στη ναζιστική Γερμανία, καθώς και για τον ρόλο της Ελλάδας ως τόπου αυτοεξορίας αρκετών Γερμανοεβραίων.

✎ Έρευνα: Αλεξάνδρα-Ηλιάνα Δημητριάδη, Γιάννης Τόλιας

Νόμοι της Νυρεμβέργης (1935) – Αφαίρεση των δικαιωμάτων του γερμανοεβραϊκού πληθυσμού

Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης έθεσαν τις νομοθετικές βάσεις για τις διακρίσεις και τις διώξεις εις βάρος του εβραϊκού πληθυσμού της Γερμανίας στα χρόνια του ναζισμού. Οι νόμοι τέθηκαν σε ισχύ στις 15 Σεπτεμβρίου 1935. Η νομική κατοχύρωση της φυλετικής ιδεολογίας του εθνικοσοσιαλισμού αποτέλεσε το πρώτο στάδιο για τη συστηματική εξόντωση 6.000.000 Εβραίων.

Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης αποφασίστηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1935 στο συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ το ίδιο βράδυ εγκρίθηκαν από το γερμανικό Κοινοβούλιο και ανακοινώθηκαν από τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, τότε πρόεδρο του Ράιχσταγκ. Οι νόμοι της Νυρεμβέργης επισφράγισαν τον υποβιβασμό των Γερμανοεβραίων σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και προετοίμασαν το έδαφος για τις στοχευμένες διακρίσεις εις βάρος τους.

Εκτός από τον νόμο για τη σημαία του Ράιχ, οι Νόμοι της Νυρεμβέργης περιλάμβαναν τον νόμο για τη γερμανική ιθαγένεια και τον νόμο για την προστασία του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής. Ο νόμος για τη σημαία του Ράιχ όριζε ως εθνικά χρώματα το μαύρο, το λευκό και το κόκκινο, ενώ καθιέρωνε ως επίσημο εθνικό σύμβολο τη σβάστικα. Με τον νόμο για τη γερμανική ιθαγένεια, οι Γερμανοί πολίτες χωρίστηκαν σε υπηκόους του κράτους και σε πολίτες του Ράιχ. Μόνο άτομα με «γερμανικό ή συγγενές αίμα» απολάμβαναν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Αντίθετα, οι Εβραίοι πολίτες περιορίστηκαν σε υπηκόους του Γερμανικού Ράιχ – χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Απαγορευόταν να εργάζονται στο δημόσιο και να ασκούν το δικαίωμα της ψήφου. Με αυτό τον τρόπο, το ναζιστικό καθεστώς κατήργησε διά νόμου την πολιτική ισοτιμία των υπηκόων του Ράιχ.

Οι μάλλον ασαφείς όροι που καθόριζαν ποιος ήταν Εβραίος και, συνεπώς, όχι πολίτης του Ράιχ διατυπώθηκαν από τους εθνικοσοσιαλιστές στις 14 Νοεμβρίου 1935 και εφαρμόστηκαν στη συνέχεια, ανεξάρτητα από το αν κάποιος αυτοπροσδιοριζόταν ως Εβραίος ή αν ανήκε στην ισραηλιτική κοινότητα. Η κατάταξη ακολουθούσε βιολογικά, ιδεολογικά και θρησκευτικά κριτήρια ταξινόμησης, υποκινούμενα από ρατσιστικά κίνητρα. Ανάλογα με τον αριθμό των προγόνων από τη γενιά των παππούδων τους, οι άνθρωποι κατατάσσονταν σε αμιγώς Εβραίους, Εβραίους κατά τρία τέταρτα, κατά το ήμισυ ή κατά εν τέταρτον. Εκτός αυτού, θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις για «άτομα προερχόμενα από επιμειξία 1ου ή 2ου βαθμού». Οι συνέπειες αυτών των αυθαίρετων διατάξεων υπήρξαν μοιραίες για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Αναμνηστική στήλη στην οδό Frauentorgraben 49 της Νυρεμβέργης. Στην αίθουσα εκδηλώσεων του αλλοτινού Πολιτιστικού Συλλόγου ψηφίστηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1935 οι Νόμοι της Νυρεμβέργης από την ολομέλεια του Ράιχσταγκ. Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές το 1945, για να ξαναχτιστεί το 1950 και να κατεδαφιστεί οριστικά το 1967. Στην ίδια θέση βρίσκεται σήμερα ένα πολυώροφο κτίριο γραφείων το οποίο στεγάζει τις υπηρεσίες της περιφερειακής διοίκησης του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΑΟΚ). Φωτογραφία του Andreas Praefcke, Public domain, Wikimedia Commons↵

Οι τρομακτικές επιπτώσεις του νόμου για τους Εβραίους πολίτες

Οι σχέσεις μεταξύ Εβραίων και άριων Γερμανών διέπονταν από τον τρίτο Νόμο της Νυρεμβέργης, για την προστασία του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής. Οι γάμοι και οι εξωσυζυγικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και «υπηκόων με γερμανικό αίμα» διώκονταν από τον νόμο, με ποινές φυλάκισης για τους παραβάτες. Επίσης, απαγορευόταν σε Εβραίους να απασχολούν «άριας καταγωγής» οικιακές βοηθούς κάτω των 45 ετών σε εβραϊκά νοικοκυριά.

Μετά τη θέσπιση των Νόμων της Νυρεμβέργης, το νομικό καθεστώς για τους Εβραίους έγινε αυστηρότερο με την προσθήκη πλήθους νέων νόμων και διατάξεων, με παρεμβάσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Για παράδειγμα, ενώ το 1933 το 75% των Εβραιόπουλων φοιτούσαν σε δημόσια σχολεία, στο τέλος του 1937 το ποσοστό έπεσε κάτω από το 40%. Μέχρι το 1938, οι Γερμανοεβραίοι είχαν χάσει σχεδόν κάθε θεμελιώδες δικαίωμα, προτού η κτηνώδης βία αναδειχθεί σε καθοριστικό γνώρισμα της ναζιστικής πολιτικής απέναντι στους Εβραίους.

Η φυλετική εθνικοσοσιαλιστική νομοθεσία προετοίμασε το έδαφος για την εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν κηρυχθεί «φυλετικά κατώτεροι» από το ναζιστικό καθεστώς. Το σχέδιο δράσης για τη γενοκτονία των Εβραίων, γνωστό και ως «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος», καταστρώθηκε από την ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1942 στη λίμνη Βάνζεε του Βερολίνου και προέβλεπε τον συστηματικό εκτοπισμό των Εβραίων και την εξάλειψη του ιουδαϊκού έθνους.

Από τα τουλάχιστον εννέα εκατομμύρια Εβραίων που ζούσαν στην Ευρώπη το 1939, απέμειναν το 1945 περίπου τρία εκατομμύρια άτομα. Η μαζική εξόντωση των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς στοίχισε περίπου έξι εκατομμύρια ζωές.

Τα αποσπάσματα της παραπάνω ενότητας προέρχονται από τον ιστότοπο του Ομοσπονδιακού Κέντρου για την Αγωγή του Πολίτη. Ολόκληρο το δημοσίευμα («Vor 85 Jahren: Nürnberger Gesetze erlassen») βρίσκεται στον εξής σύνδεσμο: Link↵

Εβραίοι αυτοεξόριστοι στην Ελλάδα

Ο ιστορικός Νίκο Έβερς παρουσιάζει την ιστορία των Εβραίων εμιγκρέδων στην Ελλάδα, μέσα από το πορτρέτο του Φρεντ Βολ, ενός Γερμανοεβραίου από το Μπάντεν-Μπάντεν.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από τον ιστότοπο Zukunft braucht Erinnerung.↵ Εκεί μπορείτε να διαβάσετε όλο το άρθρο.

Τα Χριστούγεννα του 1935, το θέμα της φυγής στο εξωτερικό βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη της οικογένειας Βολ. Ο γιος του ζεύγους Βολ, ο Φρεντ, γεννημένος το 1914 στο Μπάντεν-Μπάντεν, είχε μείνει άνεργος. Μετά τη μαθητεία του στο λογιστήριο μιας επιχείρησης, επέστρεψε στο πατρικό του στη Φρανκφούρτη, αφού απολύθηκε από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Για τον ίδιο λόγο δεν είχε γίνει δεκτός ούτε ως μαθητευόμενος σε μια τράπεζα. Πολλοί Γερμανοεβραίοι βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε παρόμοια θέση.

Σύντομα έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να φύγει στην Ελλάδα. Εκεί ζούσε από το 1933 η αδερφή του η Ίλζε. Αφού είχε εργαστεί για έναν χρόνο ως γκουβερνάντα σε μια εύπορη οικογένεια στα Επτάνησα, είχε μετακομίσει στην πρωτεύουσα και κέρδιζε το ψωμί της διδάσκοντας Γερμανικά.

Στη Διεύθυνση Διαβατηρίων, ο Φρεντ κατάφερε να εκδώσει διαβατήριο, με την αιτιολογία ότι πήγαινε στην Ελλάδα, για να σπουδάσει Αρχαιολογία. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1936, ο τότε εικοσιδυάχρονος νεαρός μπάρκαρε με ένα καράβι από τη Μασσαλία για την Ελλάδα. Η είσοδος στη χώρα τού επιτράπηκε χωρίς να συναντήσει προβλήματα.

Στην Αθήνα ο Φρεντ έμεινε με την αδερφή του σε μια μικρή γκαρσονιέρα. Χάρη στις γνωριμίες της Ίλζε, δεν άργησε να βρει δουλειά, έστω και προσωρινά, πότε σ’ έναν Εβραίο υφασματέμπορο, πότε σε μια ντόπια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών ή στο γραφείο ενός πολιτικού μηχανικού, του κυρίου Πεσνικίδη, για τον οποίο ο Φρεντ άρχισε να εργάζεται σε τακτική βάση.

Κατά τα τρία χρόνια της παραμονής του στην Αθήνα, δεν ρωτήθηκε ποτέ από τους εργοδότες του αν είχε άδεια εργασίας – και ασφαλώς δεν είχε. Μερικές φορές συνελήφθη εν ώρα εργασίας και μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα, αλλά οι εργοδότες του λάδωσαν τις Αρχές, για να τον αφήσουν ελεύθερο. Για καλή του τύχη, η αδερφή του γνωριζόταν με δύο δικηγόρους. Με τη βοήθειά τους, ο Φρεντ κατάφερνε να παρατείνει την άδεια παραμονής του, καθώς αυτή έληγε κάθε έξι μήνες.

Οι διαβόητοι ναζιστικοί νόμοι εις βάρος των Εβραίων εφαρμόστηκαν και από τους φασίστες στην κατεχόμενη Ελλάδα. Δίγλωσση πινακίδα σε κατάστημα της Θεσσαλονίκης, Μάιος 1941. Πηγή: Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, αρ. τεκμ. 183-R99237 / CC BY-SA 3.0, Wikimedia Commons↵

H ζωή του Φρεντ Βολ ως Εβραίου εμιγκρέ στην Αθήνα

Ο Βολ δεν έμαθε ποτέ πόσοι Εβραίοι εμιγκρέδες ζούσαν τότε στην Ελλάδα. Κατά την εκτίμησή του, ανέρχονταν σε «μερικές εκατοντάδες». Ακόμα και όταν αργότερα έφυγε από την Αθήνα, έβρισκε υπερβολικές τις εκτιμήσεις που έκαναν λόγο για 500-600 εμιγκρέδες. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Ελλάδα δεν είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ως τόπος προορισμού για διωκόμενους Εβραίους από τη ναζιστική σφαίρα επιρροής. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στη σχετική βιβλιογραφία, η χώρα δεν ήταν άνευ σημασίας για τη μετανάστευση των Εβραίων.

Κατά τη διάρκεια του 1938, ο Φρεντ Βολ αφιέρωσε περισσότερες από εκατό σελίδες γράφοντας ένα χρονικό για τη ζωή του ως Εβραίου εμιγκρέ στην Αθήνα.

Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι εμιγκρέδες που κατέφυγαν στην Αθήνα κατάφεραν να βρουν δουλειά. Μάλιστα «κατά παράδοξο τρόπο, κέρδιζαν τα προς το ζην χάρη στις αυξημένες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας». Αυτό ίσχυε και για τον Φρεντ Βολ, αφού το 1937 έπιασε δουλειά στο πρακτορείο Τύπου του Σπύρου Τσαγκάρη, το οποίο είχε τη διανομή ξένων, συνεπώς και γερμανικών εφημερίδων και περιοδικών στην Ελλάδα, όπως, για παράδειγμα, η εφημερίδα Berliner Tageblatt, με πενήντα φύλλα ημερησίως.

Στα απομνημονεύματά του, ο Βολ δεν κάνει λόγο για διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων ή για εκδηλώσεις αντισημιτισμού στην Ελλάδα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι κατά τα πρώτα χρόνια της διαμονής του στη χώρα δεν ένιωσε ποτέ δείγματα εχθρότητας. Ωστόσο, αυτή ήταν απλώς η οπτική γωνία ενός Εβραίου εμιγκρέ στην Αθήνα.

Πάντως, η επίσημη στάση του κράτους απέναντι στους Εβραίους δεν άλλαξε ούτε και μετά την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας την 4η Αυγούστου 1936. Ο ίδιος ο Μεταξάς διαβεβαίωνε τους Εβραίους ότι θα έχουν ίση μεταχείριση «με τα άλλα τέκνα της Ελλάδος». Παρά τα εγκωμιαστικά σχόλια για τον Έλληνα δικτάτορα και τους ομοϊδεάτες του, η ναζιστική Γερμανία δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά της για τις φιλοεβραϊκές δηλώσεις του Μεταξά, πόσο μάλλον, αφού η Ελλάδα εξακολουθούσε να προσφέρει καταφύγιο σε Εβραίους εμιγκρέδες.

Από το «καθεστώς σχετικής ανοχής» στη «δαμόκλειο σπάθη» του εκτοπισμού

Αν και στις μέρες μας υποστηρίζεται γενικώς ότι μέχρι την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν όχι μέχρι το 1941, οι Εβραίοι της Ελλάδας «ζούσαν στη χώρα υπό καθεστώς σχετικής ανοχής, παρά τον απροκάλυπτο θαυμασμό του δικτάτορα Μεταξά για τη ναζιστική Γερμανία», κάτι τέτοιο δεν ίσχυε εξίσου για τους Εβραίους εμιγκρέδες που είχαν καταφύγει από το 1933 στην Ελλάδα, μια χώρα που χρησίμευε ως εφαλτήριο για τη φυγάδευσή τους στην Παλαιστίνη. Κατά τα λεγόμενα του Φρεντ Βολ, οι πρώτες δυσκολίες για τους Εβραίους εμιγκρέδες φάνηκαν στον ορίζοντα το 1938 και δεν άργησαν να απειλήσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Οι πρώτες συλλήψεις εμιγκρέδων χωρίς άδεια εργασίας ή έγκυρη άδεια παραμονής έσπειραν στην εβραϊκή κοινότητα τον πανικό και τον φόβο. «Η δαμόκλειος σπάθη κρεμόταν πάνω απ’ όλους τους εμιγκρέδες στην Ελλάδα και, αργά ή γρήγορα, θα έπεφτε στο κεφάλι του καθενός εξ αυτών».

Τα κίνητρα για την εφαρμογή αυτών των περιοριστικών μέτρων δεν συνδέονταν τόσο με την εσωτερική πολιτική της χώρας, όπως, για παράδειγμα, η μέριμνα για τα κύματα Ελλήνων προσφύγων, μεταξύ άλλων, και των παλιννοστούντων από τη Σοβιετική Ένωση. Οι λόγοι είχαν να κάνουν περισσότερο με τις προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης στην εξωτερική πολιτική, δηλαδή τις προσπάθειες «να αποφύγει τη δημιουργία μεταναστευτικού προβλήματος και να μην προκαλέσει τη δυσφορία του Βερολίνου», πόσο μάλλον αφού, μετά την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας, η ναζιστική Γερμανία είχε ενισχύσει την παρουσία της στην Ελλάδα, όπως έμελλε να διαπιστώσει επανειλημμένα και ο ίδιος ο Φρεντ Βολ, ύστερα από την αντιπαράθεση που είχε στο πρακτορείο του Σπύρου Τσαγκάρη με έναν Γερμανό υπάλληλο ο οποίος φορούσε στο πέτο την κονκάρδα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Βολ αναφέρεται στην έξαρση της ναζιστικής προπαγάνδας στην Αθήνα και στις «στενές επαφές ανάμεσα στην Αστυνομική Διεύθυνση Αλλοδαπών και στη γερμανική πρεσβεία», καθώς και στη δράση ενός ειδικού τμήματος της Υπηρεσίας Πληροφοριών –«κοινό μυστικό στους εμπορικούς κύκλους της πόλης»–, «με μοναδική αποστολή να εξακριβώνει ποιες ελληνικές εταιρείες απασχολούσαν Εβραίους» και να κάνει συστάσεις στους εργοδότες να προβαίνουν στην απόλυσή τους, «εφόσον ενδιαφέρονταν να αποτρέψουν τις επιζήμιες επιπτώσεις στις επιχειρηματικές σχέσεις τους».

Στιγμιότυπο από τον εκτοπισμό γυναικόπαιδων της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων στις 25 Μαρτίου 1944. Πηγή: Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, αρ. τεκμ. 101I-179-1575-19 / Wetzel / CC BY-SA 3.0, Wikimedia Commons↵

«Το εβραϊκό ζήτημα ως παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής»

Ανάλογη ήταν και η ικανοποίηση που εξέφρασε το ναζιστικό καθεστώς. Όπως επισημαίνεται σε μια έκθεση του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών από τις 25 Ιανουαρίου 1939, με τίτλο «Το εβραϊκό ζήτημα ως παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής», «στη Βόρεια και Νότια Αμερική, στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στις σκανδιναβικές χώρες και στην Ελλάδα, με άλλα λόγια, οπουδήποτε ξεχύνεται σήμερα ο χείμαρρος της εβραϊκής μετανάστευσης, παρατηρείται ήδη σαφής αύξηση του αντισημιτισμού. Η ενίσχυση αυτού του αντισημιτικού ρεύματος οφείλει να αποτελέσει μείζονα αποστολή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής». Όσο μεγαλύτερη η εισροή Εβραίων εμιγκρέδων, «τόσο πιο έντονη θα είναι η αντίδραση της χώρας υποδοχής», δεδομένου ότι σε όλα τα κράτη θα ωριμάσει η συνείδηση «σχετικά με τους κινδύνους που εγκυμονεί η ιουδαϊκή κοινότητα για την εθνοφυλετική υπόσταση του κάθε έθνους». Επομένως, «άλλο τόσο απαραίτητη είναι η προπαγάνδα για τη συμβολή των άλλων κρατών στην προώθηση των γερμανικών επιδιώξεων». Όπως παρατηρεί έναν χρόνο αργότερα ο Ελληνογερμανός Ιωάννης Γαϊτανίδης, «η αντίδραση της Ελλάδας στο κύμα Εβραίων εμιγκρέδων από τη Γερμανία υπήρξε δυναμική και αποτελεσματική».

Τον πρώτο καιρό, η συγκεκριμένη πολιτική δεν άγγιξε τους Εβραίους της Ελλάδας. «Μπορούσαν να μείνουν στη χώρα όσο ήθελαν», όπως γράφει ο Φρεντ Βολ. «Οι φιλικές σχέσεις του Μεταξά με επιφανείς Εβραίους και οι διαβεβαιώσεις του για την ασφάλεια της ελληνοεβραϊκής κοινότητας αποτελούσαν από μόνες τους ένα είδος εγγύησης ότι στην Ελλάδα δεν θα συνέβαιναν ποτέ αυτά που διαδραματίζονταν στην κεντρική Ευρώπη. Αντίθετα, οι Γερμανοεβραίοι εμιγκρέδες ένιωθαν το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Στην πραγματικότητα, ήταν τελείως ξεκρέμαστοι. Η Ελλάδα έδειχνε να ευθυγραμμίζεται ολοένα και περισσότερο με τα κράτη που είχαν πλέον πάψει να προσφέρουν άσυλο στα θύματα της ναζιστικής ρητορικής μίσους». Κάτι τέτοιο δεν έδειχνε να έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι, μέχρι το 1938, η ελληνική κυβέρνηση δεν παρέμβαλλε εμπόδια στην εισροή προσφύγων, με το σκεπτικό ότι οι Εβραίοι δεν ήταν μετανάστες, παρά έβλεπαν την Ελλάδα σαν ενδιάμεσο σταθμό, για να περάσουν «κρυφά» στην Παλαιστίνη, αν και όλος ο κόσμος ήξερε πότε και από πού σαλπάριζαν τα –ενίοτε όχι και τόσο αξιόπλοα– καΐκια ή πόσο κόστιζε ο ναύλος για τον διάπλου του Αιγαίου πελάγους από τη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας. Ακόμα και το γεγονός ότι οι σιωνιστικές οργανώσεις βοηθούσαν ενεργά στις φυγαδεύσεις, σπάζοντας συνειδητά την απαγόρευση που ίσχυε εκείνη την εποχή για την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη ήταν, σύμφωνα με τον Φρεντ Βολ, «κοινό μυστικό». Μάλιστα είχε φτάσει στα αυτιά του ότι εκείνη την εποχή η ελληνική κυβέρνηση σκόπευε «να φτιάξει στη Θεσσαλονίκη ένα στρατόπεδο για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων, έως ότου μεταφερθούν στην Παλαιστίνη, για να γλιτώσουν από τους Γερμανούς».

Ο Φρεντ Βολ δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν οι Εβραίοι εμιγκρέδες της Αθήνας μετά τη φυγή τους από τη χώρα. Ο ίδιος και η αδερφή του κατάφεραν να διαφύγουν στην Κύπρο, μαζί με τους γονείς τους. Πού και πού άκουγε ότι κάποιοι διέφυγαν στην Τουρκία ή εξασφάλισαν βίζα για κάποια χώρα της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο, για πολλούς η μόνη επιλογή ήταν η εγκατάσταση στην Παλαιστίνη.

Μνημείο Ολοκαυτώματος, πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, πόλη της Ρόδου. Φωτογραφικό αρχείο Ρεγγίνας Βίζινγκερ

Πηγή: Niko Ewers, «Jüdisches Exil in Griechenland und Zypern 1936-1941» (απόσπασμα), 29 Οκτωβρίου 2004, Zukunft braucht Erinnerung↵, ημερομηνία πρόσβασης: 11 Νοεμβρίου 2019

Γερμανική Σχολή Αθηνών

Δημοκρίτου 6 & Γερμανικής Σχολής Αθηνών

151 23 Μαρούσι

Τηλεφωνικό κέντρο: (+30) 210 6199260-5,

νέο τηλεφωνικό κέντρο (+30) 211 7774500

Φαξ: (+30) 210 619 9267

E-Mail: sekretariat@dsathen.gr