LOGO2

«Κανείς δεν είναι πλέον σε θέση να απαριθμήσει όλους όσοι αποκλείστηκαν συστηματικά από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εξαιτίας των εθνικοσοσιαλιστών. Ομοίως, κανείς δεν είναι σήμερα σε θέση να υπολογίσει τα ανείπωτα μαρτυρία που αναγκάστηκε να υπομείνει σε προσωπικό επίπεδο αυτή η γενιά νέων επιστημόνων».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την ομιλία του Clemens Menze (1928-2003) στις 13 Δεκεμβρίου 1971 εις μνήμην του Ερνστ Λίχτενσταϊν. Ο Κλέμενς Μέντσε (1928-2003) ήταν καθηγητής Παιδαγωγικής. Διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1969-1971) και πρύτανης (1975-1977) του Πανεπιστημίου της Κολωνίας.

Εδώ θα σας παρουσιάσουμε τον παιδαγωγό, φιλόσοφο, ουμανιστή και επιστήμονα Ερνστ Λίχτενσταϊν, μια εντυπωσιακή προσωπικότητα με σημαντική επίδραση στο παιδαγωγικό σύστημα της μεταπολεμικής Γερμανίας.

✎  Καταρίνα Στρουτύνσκι

Ο παιδαγωγός, φιλόσοφος και ουμανιστής Ερνστ Λίχτενσταϊν. Σπουδές και επαγγελματική σταδιοδρομία έως το 1933

Από το 1921 έως το 1927, ο Ερνστ Λίχτενσταϊν σπούδασε Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία και Θεολογία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Χαϊδελβέργης, της Κολωνίας και του Καίνιγκσμπεργκ (το σημερινό Καλίνινγκραντ), με κατεύθυνση στη Γερμανική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Το 1925, σε ηλικία μόλις 25 ετών, αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας και διακρίθηκε με τον βαθμό «Άριστα» για τη διατριβή του με θέμα «Το σύστημα αξιών στη φιλοσοφία της Ιστορίας του Φίχτε». Δύο χρόνια αργότερα, ολοκλήρωσε με αριστείο τον πρώτο κύκλο κρατικών εξετάσεων (1. Staatsexamen) για την απόκτηση διδακτικής επάρκειας (Lehramt) στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο ίδιος περιγράφει την Παιδαγωγική Ακαδημία του Καίνιγκσμπεργκ, όπου εκπαιδεύτηκε κατά τη διάρκεια της πρακτικής του άσκησης (Referendariat), ως έναν θεσμό «στο πνεύμα της πρωσικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του παιδαγωγικού κινήματος». [1] Το 1929 ολοκλήρωσε τις παιδαγωγικές σπουδές του με τον βαθμό «Λίαν Καλώς» και υπηρέτησε επί δύο έτη ως δόκιμος εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε διάφορα σχολεία της Πρωσίας, συνέβαλε από το 1931 στη διαμόρφωση της παιδαγωγικής μεθοδολογίας για την κατάρτιση των ασκούμενων εκπαιδευτικών. Ενώ ήταν ήδη καθηγητής Γερμανικής Γλώσσας, Ιστορίας και Φιλοσοφίας, το 1932 έδωσε κρατικές εξετάσεις για την απόκτηση διδακτικής επάρκειας και για τη διδασκαλία της Θεολογίας. [2] Το 1933 τοποθετήθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Σύμφωνα με τον ίδιο, αφορμή για την επιλογή του στάθηκε η «συσκότιση στο πολιτικό τοπίο» της Γερμανίας, εξαιτίας της οποίας οι επαγγελματικές προοπτικές του «άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αμφίβολες». [3] Δυστυχώς, οι φόβοι του Λίχτενσταϊν δεν άργησαν να βγουν αληθινοί. Λόγω της μακρινής εβραϊκής του καταγωγής (ένας από τους παππούδες του ήταν Εβραίος), αποκλείστηκε από τη διαδικασία μονιμοποίησης στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση και απολύθηκε χωρίς αποζημίωση.

Η αξιολόγηση του επιθεωρητή Σέλμπεργκ για τις παιδαγωγικές μεθόδους του Ερνστ Λίχτενσταϊν στη ΓΣΑ

Στην έκθεση που συνέταξε μετά την επίσκεψή του στη ΓΣΑ το 1933, ο επιθεωρητής Σέλμπεργκ αξιολογεί θετικά τις διδακτικές μεθόδους του Λίχτενσταϊν και επισημαίνει ότι η μεθοδολογία του τριαντατριάχρονου καθηγητή φαίνεται να απηχεί τις θεωρητικές θέσεις του. «Ο δόκιμος εκπαιδευτικός, κύριος Λίχτενσταϊν, διδάσκει στην τάξη των τελειοφοίτων τον Καβαλάρη με το άσπρο άλογο του Τέοντορ Στορμ. Με τη λεπτότητα και την καλλιέπεια που τον διακρίνουν, ο καθηγητής ξέρει πώς να κεντρίζει το ενδιαφέρον ολόκληρης της τάξης, παρασύροντας τους μαθητές σε μια ζωηρή συζήτηση για τη βαθύτερη κατανόηση του έργου. Με ιδιαίτερη χαρά διαπίστωσα ότι οι μαθητές έχουν διαμορφώσει τη δική τους άποψη». [4] Μετά την απόλυσή του από τη δημόσια εκπαίδευση, ο δρ Λίχτενσταϊν ίδρυσε σε συνεργασία με τη Γερμανική Ακαδημία του Μονάχου ένα κέντρο γερμανικής γλώσσας στην Καβάλα και εργάστηκε κατόπιν στην Αθήνα ως καθηγητής γερμανικής γλώσσας στο ελληνικό δημόσιο, προτού επιστρέψει στα τέλη του 1944 στη Γερμανία (βλ. «Βιογραφικά στοιχεία»).

Οι δυσκολίες μετά την επιστροφή στη Γερμανία

Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία, ο Ερνστ Λίχτενσταϊν αγωνίστηκε να ξαναστήσει την επαγγελματική του ζωή, η οποία είχε διακοπεί από τους επονείδιστους φυλετικούς νόμους των εθνικοσοσιαλιστών. Ο ίδιος έβλεπε την επιστροφή του στη σχολική εκπαίδευση ως ιερή αποστολή, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι η καλύτερη υπηρεσία που είχε να προσφέρει στη νέα Γερμανία ήταν να μεταλαμπαδεύσει στη νεολαία «το ουμανιστικό πνεύμα της δυτικής χριστιανικής σκέψης και το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης».

Στις 17 Δεκεμβρίου 1947 , ο δρ Ερνστ Λίχτενσταϊν υπέβαλε τη διατριβή του με θέμα «Φιλοσοφία και σχολική εκπαίδευση ως ζήτημα της παιδαγωγικής θεωρίας» και αναγορεύτηκε υφηγητής της Φιλοσοφίας και των Παιδαγωγικών Επιστημών.

Φιλία με τον Μπόντο φον Βαλτερσχάουζεν

Η τακτική αλληλογραφία που διατηρούσε από το 1922 έως το 1937 με τον φίλο του Μπόντο φον Βαλτερσχάουζεν μαρτυρά μια μακροχρόνια θεωρητική ενασχόληση με τη φιλοσοφία. Οι δρόμοι των δύο αντρών διασταυρώθηκαν κατά τη διάρκεια των σπουδών και της εκπαίδευσής τους στο Μόναχο, στη Χαϊδελβέργη και στην Κολωνία. Όπως ο Λίχτενσταϊν, έτσι και ο Φον Βαλτερσχάουζεν συνέδεε στις πραγματείες και στις μελέτες του τη Φιλοσοφία και τα Παιδαγωγικά με τη Θεολογία. Όταν ο Λίχτενσταϊν έφυγε στην Ελλάδα, για να γλιτώσει από το ναζιστικό καθεστώς, ο φίλος του προσχώρησε στην Εθνικοσοσιαλιστική Ομοσπονδία Εκπαιδευτικών, ενώ το 1933 εντάχθηκε στα Τάγματα Εφόδου και το 1937 στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. [5] Παρ’ όλα αυτά, οι δυο τους δεν έπαψαν να διατηρούν φιλική και πνευματική επαφή, πράγμα που ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι στην επαγγελματική του ζωή ο Φον Βαλτερσχάουζεν δεν πήρε μεν αποστάσεις από τον ναζισμό, αλλά «ούτε και άφησε να φανούν στο έργο του ψήγματα μιας εθνικοσοσιαλιστικής φιλοσοφίας». [6] Ο Φον Βαλτερσχάουζεν επιστρατεύτηκε το 1940, ενώ το 1944 κηρύχθηκε αγνοούμενος πολέμου.
Το έτος 1936, όταν ο Φον Βαλτερσχάουζεν ασχολείται εντατικά με το έργο του Παράκελσου, ο Λίχτενσταϊν του γράφει: «Αγαπητέ Μπόντο, αν και σε ευχαριστώ θερμά για την ευγενική χειρονομία να μου στείλεις την πραγματεία σου για τον Παράκελσο, ξέρω καλά ότι μου την έστειλες μάλλον χάριν της παλιάς και όμορφης φιλοσοφικής εγγύτητας και αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ μας». [7] Στη συνέχεια της επιστολής, ακολουθεί ένας φιλοσοφικός σχολιασμός των απόψεων του φίλου του.

Αγώνας για επιστημονική καταξίωση και σταδιοδρομία μετά το 1945

Μετά το 1945, ο Λίχτενσταϊν αγωνίζεται για την επιστημονική του καριέρα. Σύμφωνα με το άρθρο 131 του Συντάγματος για την αποκατάσταση των δημόσιων υπαλλήλων που είχαν παυθεί από τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια του χιτλερικού καθεστώτος, ο Λίχτενσταϊν δικαιούταν να επαναπροσληφθεί στην προηγούμενη θέση του. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, είχε ήδη καταφέρει να αναγορευθεί με τις δικές του δυνάμεις σε υφηγητή (1947), ενώ από το 1951 δίδασκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου και του Ερλάνγκεν, και από το 1954 κατείχε την έδρα Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ. [8] Στην αιτιολόγηση της επιτροπής για τον διορισμό του, διαβάζουμε ότι «στους κύκλους του επιστημονικού του πεδίου θεωρείται ηγετική μορφή της μεταπολεμικής γενιάς». [9] Όταν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 το Πανεπιστήμιο του Μύνστερ επιδιώκει για οικονομικούς λόγους τη συγχώνευση της Φιλοσοφικής και της Παιδαγωγικής Σχολής σε μία πανεπιστημιακή έδρα, ο Λίχτενσταϊν προβάλλει στην αρχή αντιρρήσεις. Ωστόσο, τρία χρόνια αργότερα, αιτείται ο ίδιος τη μετονομασία σε «έδρα Παιδαγωγικής και Φιλοσοφίας». [10] Βέβαια, η απόφαση του Λίχτενσταϊν έχει να κάνει πολύ περισσότερο με την πρώιμη παιδαγωγική σκέψη του. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Κλέμενς  Μέντσε στην ομιλία που εκφώνησε το 1971 στην επιμνημόσυνη εκδήλωση προς τιμήν του Ερνστ Λίχτενσταϊν, «το κέντρο βάρους είναι μεν η Φιλοσοφία και τα παιδαγωγικά, αλλά ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και σε θεολογικά ζητήματα, προπάντων σε συνδυασμό με τις ιστορικές παραμέτρους που συνέβαλαν στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού πνεύματος ή με ανθρωπολογικά και επίκαιρα παιδαγωγικά ζητήματα». [11] Η έρευνα του Λίχτενσταϊν στον τομέα της Παιδαγωγικής έχει την αφετηρία της στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία: «Αυτό που τον συναρπάζει πάνω απ’ όλα στον Σωκράτη είναι η τεράστια ιστορική του επίδραση ως πρώτου διδάξαντα της δυτικής σκέψης. Στο πρόσωπο του Σωκράτη βλέπει το αρχετυπικό πρότυπο του παιδαγωγού της Εσπερίας. Ωστόσο, από το μείζον έργο του Πλάτωνα, την Πολιτεία, πηγάζει για τον Ερνστ Λίχτενσταϊν η μεταφυσική της παιδείας, η οποία έχει καθορίσει τη μεταγενέστερη σκέψη, και μάλιστα σε βαθμό να προσπαθούμε μάταια να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα με τα οποία εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε ακόμα και σήμερα τις έννοιες της παιδείας και της εκπαίδευσης. Συνεπώς, ο Λίχτενσταϊν αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως μια αλληλουχία προβλημάτων». [12] Ο ίδιος αντλεί από την Ιστορία μια παιδαγωγική πρακτική, κατά την οποία ο παιδαγωγός αναλαμβάνει να «καλλιεργήσει στους νέους το αίσθημα της ανθρωπιάς» [13], έτσι ώστε στην ενήλικη ζωή τους να ενεργούν πάντοτε με γνώμονα την αγάπη για τον συνάνθρωπο. Επόμενο είναι να στρέφεται κατηγορηματικά ενάντια σε κάθε μορφή αυταρχικής  εκπαίδευσης, η οποία αγνοεί σκόπιμα την καθαυτό σχέση του ενήλικα με το παιδί και στερεί από τον παιδαγωγό την αποστολή να καθοδηγήσει το παιδί στη διαμόρφωση και εξέλιξη της προσωπικότητάς του. [14]

Προσπάθειες για την προώθηση του εβραιοχριστιανικού διαλόγου

Παράλληλα με το επιστημονικό έργο του, ο Ερνστ Λίχτενσταϊν, ευαγγελικός στο θρήσκευμα, δραστηριοποιήθηκε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Εταιρεία Εβραιοχριστιανικής Συνεργασίας, της οποίας διετέλεσε μάλιστα πρόεδρος κατά την περίοδο 1948-1953. Σύμφωνα με τον ίδιο, στόχος της Εταιρείας ήταν «η διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας για την υπέρβαση των συλλογικών προκαταλήψεων». [15]

Σκέψεις για την προσωπικότητα του Ερνστ Λίχτενσταϊν

Στο ερευνητικό μας ταξίδι, προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε πίσω από το επιστημονικό έργο του Ερνστ Λίχτενσταϊν τον άνθρωπο που κατάφερε να σταθεί όρθιος υπερπηδώντας τα εμπόδια που παρέμβαλε στον δρόμο του το ναζιστικό καθεστώς, τον άνθρωπο που έζησε, ερωτεύτηκε, απέκτησε δύο κόρες και τιμούσε τις φιλίες του, τον άνθρωπο που είχε το θάρρος και τη δύναμη να αγωνίζεται και να δημιουργεί, χωρίς να το βάζει ποτέ κάτω. Επίσης, θα θέλαμε να τον ρωτήσουμε πώς ήταν δυνατόν, παρά τις μύριες όσες ταλαιπωρίες, να διατηρεί φιλικές σχέσεις με κάποιον που είχε προσχωρήσει στα Τάγματα Εφόδου ή τι τον έσπρωξε να ταξιδέψει στη Γερμανία το 1933 και γιατί σκόπευε να ξανακάνει ένα τέτοιο ταξίδι το 1936 [16] ή γιατί αποφάσισε να επιστρέψει στα τέλη του 1944 στη Γερμανία για να στηρίξει τις δράσεις της Γερμανικής Ακαδημίας του Μονάχου, παρότι του είχε φερθεί τόσο εξευτελιστικά – σε μια Γερμανία, που ήταν υπεύθυνη για τις διώξεις, τον εκτοπισμό και την εξόντωση της οικογένειάς του. [17] Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ τους λόγους, όπως και δεν θα πάρουμε απάντηση στο ερώτημα πώς και σε ποιον βαθμό επηρέασε η οδύσσειά του την επιστημονική σκέψη και το έργο του, αλλά και τον ίδιο ως άνθρωπο.

Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Κλέμενς Μέντσε, «τα λόγια είναι φτωχά για να περιγράψουν μια τόσο ζωντανή και δραστήρια προσωπικότητα. Κάθε προσπάθεια να προσεγγίσουμε ακαδημαϊκά ένα τόσο ζωντανό και ελεύθερο πνεύμα είναι μάταιη, δεδομένου ότι στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε μια τόσο γνώριμη φιγούρα θα καταλήγαμε αναγκαστικά να μιλήσουμε για έναν άνθρωπο άγνωστο και απόμακρο, και θα χάναμε όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούν για εμάς τόσο οικείο και ανεκτίμητο. [18]

Βιβλιογραφικές παραπομπές:

[1] Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Άουγκσμπουργκ, Συλλογή Ερνστ Λίχτενσταϊν, τ. 208, σσ. 7 κ.ε.

[2] Πβ. αυτ.

[3] Αυτ., σ. 9.

[4] Ομοσπονδιακό Αρχείο του Γερμανικού Κράτους, μικροφίλμ R1501/126966: Έκθεση αξιολόγησης της 1ης Σεπτεμβρίου 1933 για τις απολυτήριες εξετάσεις στη Γερμανική Σχολή Αθηνών και πόρισμα της επιθεώρησης του εκπαιδευτικού ιδρύματος.

[5] Christian Tilitzki, Die deutsche Universitätsphilosophie in der Weimarer Republik und im Dritten Reich, Εκδόσεις Akademie Verlag, Βερολίνο 2002, σ. 343-345.

[6] Αυτ., σ. 345.

[7] Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Άουγκσμπουργκ, Συλλογή Ερνστ Λίχτενσταϊν, τ. 231, σ. 76.

[8] Πβ. Martin Rothland, Disziplingeschichte im Kontext. Erziehungswissenschaft an der Universität Münster nach 1945, Εκδόσεις Klinkhardt, Μπαντ Χαϊλμπρούν 2008, σ. 155.

[9] Επιστολή της 23ης Ιουλίου 1954 προς το Υπουργείο Παιδείας. Παρατίθεται από τον Rothland, ό.π., σ. 157.

[10] Αυτ., σ. 162.

[11] Menze, Clemens, «Gedenkrede auf Ernst Lichtenstein (1900-1971)», στο: Schriften der Gesellschaft zur Förderung der Westfälischen Wilhelms-Universität zu Münster, τ. 64, Μύνστερ 1973, σ. 9.

[12] Αυτ., σσ. 14 κ.ε.

[13] Αυτ., σ. 21.

[14] Πβ. αυτ., σ. 22-24.

[15] Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Άουγκσμπουργκ, Συλλογή Ερνστ Λίχτενσταϊν, τ. 208, σ. 6.

[16] Πβ. Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Άουγκσμπουργκ, Συλλογή Ερνστ Λίχτενσταϊν, τ. 46, σ. 41.

[17] Πβ. αυτ., σ. 11.

[18] Schriften der Gesellschaft zur Förderung der Westfälischen Wilhelms-Universität zu Münster, τ. 64, Μύνστερ 1973, σ. 37.

Γερμανική Σχολή Αθηνών

Δημοκρίτου 6 & Γερμανικής Σχολής Αθηνών

151 23 Μαρούσι

Τηλεφωνικό κέντρο: (+30) 210 6199260-5,

νέο τηλεφωνικό κέντρο (+30) 211 7774500

Φαξ: (+30) 210 619 9267

E-Mail: sekretariat@dsathen.gr